A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

ΚⲀⲖⲎ ⲤⲀⲢⲀΚⲞⲤⲦⲎ! ΚⲀⲖⲞⲚ ⲀⲄⲰⲚⲀ!

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΓΙΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ο ΜΕΓΑΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΓΙΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ο ΜΕΓΑΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 1 Αυγούστου 2017

Η ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ, ΠΑΤΡΙΑΡΧΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ, ΜΕ ΤΟΥΣ ΑΛΛΟΥΣ ΠΡΟΚΑΘΗΜΕΝΟΥΣ, ΚΑΤΑ ΤΑ ΕΤΗ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΑΣ ΤΟΥ (328-373)

(ΠΑΤΗΣΤΕ ΣΤΙΣ ΕΙΚΟΝΕΣ ΓΙΑ ΜΕΓΕΘΥΝΣΗ)


1.      Παρά την καταδίκη του Αρείου από την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο (325) η αίρεση του με διάφορες μορφές και παραλλαγές βρήκε πρόσφορο έδαφος να αναπτυχθεί μέσα στην Εκκλησία και αρκετοί Επίσκοποι έγιναν φορείς της, χωρίς όμως να παραδέχονται ότι ακολουθούν τον Άρειο («Ἡμεῖς οὕτε ἀκόλουθοι Ἀρείου γεγόναμενˑ πῶς γὰρ Ἐπίσκοποι ὅντες, ἀκολουθήσωμεν Πρεσβυτέρῳ; Οὕτε ἅλλην τινὰ πίστιν παρὰ τὴν ἑξ ἀρχῆς παραδοθεῖσαν ἐδεξάμεθα», P.G. 26, 720). Όλοι αυτοί οι λεγόμενοι Αρειανόφρονες Επίσκοποι (με τις υποδιαιρέσεις τους σε Ανομοίους, Ομοίους, Πνευματομάχους κλπ.) καταδικάστηκαν από την Εκκλησία με την Β΄ Οικουμενική Σύνοδο το 381. Όπως θα δούμε, ο Μέγας Αθανάσιος (ο οποίος έζησε προ της Β΄ Οικουμενικής) ΔΕΝ είχε καμία εκκλησιαστική κοινωνία μαζί τους, παρόλο που εκείνοι δεν είχαν ακόμη καταδικαστεί!
   2. Σταδιακά οι Αρειανόφρονες, και με την βοήθεια της πολιτικής εξουσίας, άρχισαν να καταλαμβάνουν όλο και περισσότερους επισκοπικούς θρόνους και έτσι έφθασε η Εκκλησία σε σημείο να έχει πάνω από τους μισούς Επισκόπους της Αρειανόφρονες, ενώ σε πολλές περιοχές υπήρχαν και παραπάνω από ένας Επίσκοποι στην ίδια πόλη, μιας και οι Αρειανόφρονες Αυτοκράτορες (όπως ο Κωνστάντιος) τοποθετούσαν και αναγνώριζαν ομόφρονες Επισκόπους. Στον βίο του Μεγάλου Αθανασίου από τον Μεταφραστή διαβάζουμε τα εξής: «Μίγδην (=ανακατεμένοι) γὰρ ἦσαν οἱ τῶν Ἐκκλησιῶν ἔξαρχοι, ὀνόματι μὲν Χριστιανοὶ καλούμενοι, τῇ δὲ ἐπιμειξίᾳ τῆς κοινωνίας τῶν αἱρετικῶν μηδὲν διαφέροντες. Οὐ σπονδαῖς γὰρ εἰδώλων τὴν παράβασιν ἔπραττον, ἀλλ᾿ ἐν προσχήματι Χριστιανισμοῦ τὸ βλάσφημον Ἀρείου δόγμα κρατύνειν ἐσπούδαζον. Ὁ δὲ βασιλεὺς Κωνστάντιος καὶ ἤδη μὲν πρῶτον συνεκρότει τὴν Ἀρειανὴν δόξαν… προστάξας τοὺς μὴ βουλομένους ὑπογράφει αὐτῇ έξωθεῖσθαι τῶν Ἐκκλησιῶν, καὶ εἰς τοὺς τόπους αὐτῶν ἑτέρους ἀντικαθίστασθαι» (P.G. 25, CCXL).
   3. Αρχικά οι Αρειανόφρονες Επίσκοποι κατάφεραν με σκευωρία να εκδιώξουν από τον επισκοπικό θρόνο της Αντιοχείας τον Άγιο Ευστάθιο, τον μεγαλύτερο υπερασπιστή του «Ομοουσίου». Με κέντρο την Αντιόχεια έβαλαν σε εφαρμογή το σχέδιο εκδιώξεως του ετέρου μεγάλου υπερασπιστού του «Ομοουσίου», του Μεγάλου Αθανασίου, Επισκόπου Αλεξανδρείας.
    4. Το 335 έγινε Σύνοδος στην Τύρο στην οποία προήδρευσε ο Επίσκοπος Αντιοχείας Φλάκιλλος. Η εν Τύρω Σύνοδος προσπάθησε με σκευωρία (παρόμοια με εκείνη που χρησιμοποιήθηκε για τον Άγιο Ευστάθιο) να καταδικάσει τον Μέγα Αθανάσιο, αλλά ο Άγιος κατέρριψε τις συκοφαντίες. Παρόλα αυτά οι Αρειανόφρονες πέτυχαν αρχικά την εξορία του στην Γαλλία, ενώ το 338 με νέα Σύνοδο καθήρεσαν τον Άγιο και στη θέση του στην Αλεξάνδρεια εξέλεξαν αρχικά τον Πιστό και μετέπειτα τον Γρηγόριο (αμφότεροι Αρειανόφρονες). Το ίδιο έτος εξελέγη Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ο (ηγέτης των Αρειανοφρόνων) από Νικομηδείας Ευσέβιος. Έτσι την περίοδο εκείνη ο Μέγας Αθανάσιος ήταν ένας «καθηρημένος» και «εκτός Εκκλησίας» Επίσκοπος τον οποίο δεν αναγνώριζε η Πολιτεία και η «επίσημη Εκκλησία» και δεν είχε εκκλησιαστική κοινωνία τουλάχιστον με τρεις πατριαρχικούς θρόνους και δεκάδες επισκοπικούς, στις οποίες υπήρχαν Αρειανόφρονες Επίσκοποι.
   5. Το 341 στην Σύνοδο της Αντιοχείας ανανεώθηκε η «καθαίρεση» του Μεγάλου Αθανασίου. Αξίζει να σημειωθεί πως τους Κανόνες (όχι όμως τους δογματικούς Όρους ή τις αποφάσεις, όπως την «καθαίρεση» του Αγίου) της Συνόδου αυτής η Εκκλησία τους αποδέχτηκε (συμπεριελήφθησαν και στο «Πηδάλιον»), διότι όπως είπαμε οι Αρειανόφρονες Επίσκοποι ήταν ακόμη άκριτοι, ήτοι μη καταδικασμένοι, και επομένως τυπικώς ακόμη έφεραν το αξίωμα του Επισκόπου. Αυτό φανερώνει ξεκάθαρα πως οι Ορθόδοξοι διέκοπταν την εκκλησιαστική κοινωνία με αιρετίζοντες Επισκόπους ακόμη και ΠΡΟΤΟΥ οι τελευταίοι να καταδικαστούν από Σύνοδο. Αντιθέτως διατηρούσαν εκκλησιαστική κοινωνία με ΑΔΙΚΩΣ καθηρημένους.
   6. Το 343 αποφασίστηκε από τους συναυτοκράτορες Ανατολής Κωνστάντιο και Δύσης Κώνστα (τη εισηγήσει του Μεγάλου Αθανασίου) να γίνει Οικουμενική Σύνοδος. Αυτή σχεδιάστηκε να γίνει στην Σαρδική (σημερινή Σόφια της Βουλγαρίας) με την συμμετοχή 170 Επισκόπων (76 Αρειανοφρόνων και 94 Ορθοδόξων). Οι Αρειανόφρονες βλέποντας πως ήταν μειοψηφία αποχώρησαν και η Σύνοδος διασπάστηκε στα δύο. Στην Σαρδική συγκάλεσαν Σύνοδο οι Ορθόδοξοι (με τους οποίους συντάχθηκαν και δύο εκ των Αρειανοφρόνων), ενώ οι Αρειανόφρονες μετέβησαν στην Φιλιππούπολη και συγκάλεσαν Σύνοδο υπό την προεδρία του Αντιοχείας Στεφάνου, στην οποία και πάλι καταδικάστηκε ο Μέγας Αθανάσιος!
    7. Παρόλα αυτά ο Αρειανόφρων Κωνστάντιος αποδέχτηκε την επάνοδο του Μεγάλου Αθανασίου στην Αλεξάνδρεια, εξαιτίας των πιέσεων του αδελφού του Κώνστα, ο οποίος ήταν Ορθόδοξος. Ο Άγιος προτού φθάσει στην Αλεξάνδρεια πέρασε από την Αντιόχεια το έτος 346, στην οποία βρισκόταν ο Κωνστάντιος, για να τον συναντήσει, αποφεύγοντας κάθε εκκλησιαστική κοινωνία με τον τότε Αντιοχείας Λεόντιο. Εκεί διεξήχθη μεταξύ του Αγίου και του Κωνσταντίνου ένας σημαντικός διάλογος. Ο Κωνστάντιος είπε στον Άγιο: «ἐπειδὴ δὲ εἰσὶν ἐν τῇ Ἀλεξανδρείᾳ τινες τοῦ λαοῦ διακρινόμενοι τὴν πρός σε κοινωνίαν, μίαν ἐν τῇ πόλει ἐκκλησίαν ἔασον ἔχειν αὐτούς» (Σωκράτους Σχολαστικού, Εκκλησιαστική Ιστορία, P.G. 67, 256). Του ζήτησε δηλαδή να παραχωρήσει έναν ναό στην Αλεξάνδρεια σε εκείνους που δεν είχαν κοινωνία μαζί του, δηλαδή τους Αρειανόφρονες. Ο Μέγας Αθανάσιος δέχτηκε και ζήτησε να παραχωρήσει και ο αυτοκράτορας έναν ναό στην Αντιόχεια, στους Ορθοδόξους εκείνους που είχαν διακόψει την εκκλησιαστική κοινωνία με τους Αρειανόφρονες Επισκόπους Αντιοχείας («Μίαν γὰρ καὶ αὐτὸς ἐκκλησίαν ἀπονεμηθῆναι ἠξίου καθ' ἑκάστην πόλιν τοῖς διακρινομένοις πρὸς τὴν τῶν Ἀρειανιζόντων κοινωνίαν», αυτόθι), τους αποκαλούμενους «Ευσταθιανούς». Συγκεκριμένα του απάντησε: «Καὶ μάλα, βασιλεῦ, δίκαιον καὶ ἀναγκαῖον τοῖς σοῖς προστάγμασι πείθεσθαι, καὶ οὐκ ἀντερῶ: ἐπεὶ δὲ καὶ ἀνὰ τήνδε τὴν Ἀντιόχειαν πόλιν εἰσὶν οἱ τὴν κοινωνίαν τῶν ἑτεροδόξων ἡμῖν ἀποφεύγοντες, παραπλησίαν αἰτῶ χάριν ὥστε καὶ αὐτοὺς μίαν ἔχειν ἐκκλησίαν καὶ ἀδεῶς ἐν ταύτῃ συνιέναι» (Σωζομενός, Εκκλησιαστική Ιστορία, P.G. 67, 1099). Το ίδιο διαφωτιστικότατη είναι και η μαρτυρία του Σωζομενού, του εκκλησιαστικού ιστορικού της περιόδου εκείνης: «Λεόντιος τότε τὴν ἐπισκοπὴν διεῖπεν. Ὃν ὡς ἑτερόδοξον παρῃτεῖτο Ἀθανάσιος, τοῖς δὲ καλουμένοις Εὐσταθιανοῖς ἐκοινώνει ἐν ἰδιωτῶν οἰκίαις ἐκκλησιάζων» (αυτόθι). Καμία εκκλησιαστική κοινωνία με τον (Αρεινόφρονα μεν, αλλά άκριτο, μη καταδικασμένο υπό Συνόδου) Επίσκοπο Αντιοχείας Λεόντιο, δεν είχε ο Μέγας Αθανάσιος, αντιθέτως κοινωνούσε με τους («σχισματοαιρετικούς» για την επίσημη Εκκλησία) «Ευσταθιανούς», οι οποίοι δεν είχαν ναούς και λειτουργούσαν σε σπίτια! [Μια τέτοια ευλογημένη εμπειρία είχε και ο γράφων μικρός, όταν συμμετείχε σε μια Λειτουργία που έγινε μυστικώς σε σπίτι στις Σπέτσες μετά τον διωγμό του αειμνήστου Γέροντος Χρυσοστόμου Σπύρου, τον οποίο εκδίωξε από τη Μονή του, ο Ύδρας και Σπετσών Ιερόθεος, επειδή ο Γέροντας διέκοψε εκκλησιαστική κοινωνία μαζί του, λόγω της αιρέσεως του Οικουμενισμού].
     8. Τρία χρόνια μετά την επιστροφή του Μεγάλου Αθανασίου στον επισκοπικό θρόνο της Αλεξανδρείας (Οκτώβριος 346) και συγκεκριμένα στις αρχές του 350 δολοφονήθηκε ο προστάτης του Κώνστας και οι Αρειανόφρονες ξεκίνησαν νέο γύρο αγώνων εναντίον του. Αρχικά με την Σύνοδο του Σιρμίου (351) επανέλαβαν τις παλαιές κατηγορίες εναντίον του, ενώ με τις Συνόδους της Αρελάτης (353) και Μεδιολάνων (355) τον καταδίκασαν εκ νέου! Ο Αυτοκράτορας Κωνστάντιος έστειλε στα τέλη του 355 απεσταλμένους να συλλάβουν και να απομακρύνουν τον Μέγα Αθανάσιο, αλλά ο λαός εξεγέρθηκε και ματαίωσε τα σχέδιά του, με αποτέλεσμα ο Κωνστάντιος να στείλει τον στρατό! Στις 9 Φεβρουαρίου 356, σε αγρυπνία που προΐστατο ο Άγιος στο ναό του Αγίου Θεωνά ο αυτοκρατορικός στρατός πολιόρκησε την εκκλησία. Οι στρατιώτες έσπασαν τις πόρτες και ξυλοκόπησαν τους προσευχόμενους [παρόμοιες σκηνές βιώσαν οι παππούδες μας μετά την Ημερολογιακή Καινοτομία του 1924, στον Άγιο Θεράποντα στο Γουδί, στους Αγίους Θεοδώρους Νέας Σμύρνης, στον Άγιο Γεώργιο Παλαιού Φαλήρου κ.α.]. Ο Μέγας Αθανάσιος φυγαδεύτηκε με τη βία, από πνευματικά του παιδιά και ο Αυτοκράτορας διέταξε να συνεχιστεί η καταδίωξή του. Νέος Επίσκοπος Αλεξανδρείας τοποθετήθηκε ο Γεώργιος ο οποίος ενθρονίστηκε στις αρχές του 357. Ο πιστός λαός, που ΔΕΝ κοινωνούσε με τον Γεώργιο, αλλά αναγνώριζε τον Αθανάσιο ως γνήσιο Ποιμενάρχη του, επαναστάτησε και κατάφερε τον Οκτώβριο του 358 να εκδιώξει τον Γεώργιο από την πόλη.
   9. Όπως παρατηρούμε (βλ. Πίνακα), το 358 ο Μέγας Αθανάσιος ΔΕΝ κοινωνούσε με ΚΑΜΙΑ επίσημη Εκκλησία στον κόσμο, διότι όλοι οι Προκαθήμενοί τους ήταν Αρειανόφρονες, ενώ η πλειοψηφία των Ορθοδόξων Επισκόπων ήταν στην εξορία!
  10. Το 361 ο νέος Αυτοκράτορας Ιουλιανός, οπαδός της εθνικής θρησκείας, με διάταγμά του όρισε την επιστροφή των εξορίστων Επισκόπων, αλλά άφησε και τους αιρετίζοντες στην θέση τους, με σκοπό να δημιουργηθούν έριδες, μάχες και σύγχυση, ώστε να υπάρχει σκανδαλισμός και επιστροφή του λαού στην ειδωλολατρεία.
    11. Το 362 δημιουργείται στην Αντιόχεια το γνωστό Σχίσμα μεταξύ των Ορθοδόξων που έχουν πλέον δύο Επισκόπους, τον Άγιο Μελέτιο και τον Παυλίνο. Ο Μέγας Αθανάσιος κοινωνεί με τον Παυλίνο, διότι έχει την εσφαλμένη εντύπωση πως ο Μελέτιος είναι Αρειανόφρονας. [Τελικά ο Μέγας Βασίλειος με πολύ κόπο θα καταφέρει να πείσει τον Μέγα Αθανάσιο, ότι ο Άγιος Μελέτιος είναι Ορθόδοξος, αλλά λίγο προτού να υπάρξει εκκλησιαστική κοινωνία μεταξύ τους ο Μέγας Αθανάσιος θα κοιμηθεί].
  12. Το 365 διατάσσεται από τον Αρειανόφρονα Αυτοκράτορα Ουάλη, νέα εξορία του Αγίου, αλλά μπροστά στην επανάσταση του λαού, ο Αυτοκράτορας αναγκάζεται να την ανακαλέσει και το 366 ο Άγιος επιστρέφει από την τελευταία εξορία του. Προσπάθεια των Αρειανοφρόνων το επόμενο έτος να τοποθετήσουν τον Αρειανόφρονα Λούκιο, ως Επίσκοπο Αλεξανδρείας, δεν ευδοκίμησε. 
   13. Στις 2 Μαΐου 373 (Ιουλιανό Ημερολόγιο) κοιμήθηκε ο Μέγας αυτός Ομολογητής και Αγωνιστής Άγιος Αθανάσιος. Είναι δε λίαν επίκαιρη και η, συμπεριληφθείσα στο «Πηδάλιον», επιστολή του προς τον Ρουφιανιανό. Αξίζει να μελετηθεί και να αξιολογηθεί, διότι πραγματεύεται το ζήτημα της κατάκριτης εκκλησιαστικής κοινωνίας των Ορθοδόξων μετά των αιρετιζόντων και τον τρόπο θεραπείας αυτής. Κλείνοντας πρέπει να ειπωθεί πως ειλικρινά αξίζει να εντρυφήσει κανείς στην αφορώσα την μεταξύ των δύο πρώτων Οικουμενικών Συνόδων Εκκλησιαστική Ιστορία (μία περίοδο που έχει ΠΑΡΑ ΠΟΛΛΑ κοινά με την εποχή μας), διότι θα λάβει σημαντικότατα διδάγματα.

Νικόλαος Μάννης

ΠΗΓΕΣ
MIGNE, ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΑΤΡΟΛΟΓΙΑ, ΤΟΜ. 25 και 67
ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ
ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΑΝΤΙΟΧΕΙΑΣ
ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ
ΖΑΧΑΡΙΑ ΜΑΘΑ, ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΤΩΝ ΠΡΩΤΩΝ ΕΠΙΣΚΟΠΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΕΦΕΞΗΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΩΝ ΤΗΣ ΕΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΙ ΑΓΙΑΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ, ΠΗΔΑΛΙΟΝ
(Η ΠΑΡΑΠΑΝΩ ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΕ PDF ΕΔΩ: https://drive.google.com/file/d/0B3tuH122XTsxT2IzS044aVFnVzA/view )




Πέμπτη 30 Ιανουαρίου 2014

ΟΙ ΔΥΟ ΜΕΓΑΛΟΙ ΦΩΣΤΗΡΕΣ ΤΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ

Picture

π. Νικηφόρος Νάσσος 

Κατά τήν 18η τοῦ Ἰανουαρίου, δύο φωστῆρες τῆς Ἀλεξανδρείας, ὁ Ἀθανάσιος (+373) 
καί Κύριλλος (+444), προβάλλονται στό πνευματικό στερέωμα τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Γιά τόν Μέγα Ἀθανάσιο, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος θά γράψει πώς ὅταν πρόκειται νά ἐπαινέσεις τόν Ἀθανάσιο, ἐπαινεῖς τήν ἀρετή, διότι εἶναι τό ἴδιο πράγμα νά ὁμιλήσεις γι᾿ αὐτόν τόν ἄνθρωπο, ἤ νά ἐπαινέσεις τήν ἀρετή!

«Ἀθανάσιον ἐπαινῶν, ἀρετήν ἐπαινέσομαι. Ταυτόν γάρ, ἐκεῖνον τε εἰπεῖν, καί ἀρετήν ἐπαινέσαι».1

Ὁ ἴδιος ἐγκωμιαστής Πατήρ, θά σημειώσει τό πολύ ἀξιοπρόσεκτο, ὅτι ὁ Ἀθανάσιος, ὁ Στῦλος τῆς Ὀρθοδοξίας ὅπως λέγει καί τό ἀπολυτίκιό του, ὑπῆρξε προσιτός στούς ἀνθρώπους, ἀλλ᾿ ἀπρόσιτος στήν ἀρετή! Υπῆρξε, λέγει, ὁ ἱεράρχης ὁ ὁποῖος ἐτίμησε τά ὅρια τοῦ λόγου καί τῆς σιωπῆς!

Ὁ βίος τοῦ Μ. Ἀθανασίου, κατά τόν βιογράφο του, ἀποτελεῖ ὁρόσημο στό ἀξίωμα τοῦ ἐπισκόπου καί ἡ διδασκαλία του νόμος τῆς ὀρθοδοξίας, ἡ δέ ἔξοδός του ἀπό τόν κόσμο αὐτό, ἦταν λαμπροτέρα τῆς εἰσόδου του.2 Διετέλεσε ἐπίσκοπος γιά 46 ἔτη, ἐκ τῶν ὁποίων τά 17 ἦταν στήν ἐξορία! Πολεμώντας τήν αἵρεση τοῦ Ἀρείου καί πρωτοστατώντας στόν ἀγώνα τῆς Πίστεως (ἀφοῦ ἀπό διάκονος ἔλαβε μέρος στήν Α΄ ἐν Νικαίᾳ Ἁγία Οἰκουμενική Σύνοδο), «διωγμούς ἐκαρτέρησε καί κινδύνους ὑπήνεγκε», ὅπως λέγουν τά τροπάρια τῆς ἀσματικῆς Ἀκολουθίας του. Νά σημειωθεῖ ὅτι «γιά τέσσερες δεκαετίες καί πλέον (328 -373) ἀπέβη τό σύμβολο και ἡ κεφαλή, πρός τήν ὁποία μέ ἀγωνία εἶχαν στραμμένα τά βλέπουμε οἱ πάντες, ὀρθόδοξοι καί κακόδοξοι. Οἱ λίγοι ὀρθόδοξοι, ὅσο ἔβλεπαν τόν ἱερό ἀετό ὄρθιο στό θρόνο του ἤ ἀνυποχώρητο στίς ἐξορίες του, ἦταν βέβαιοι πώς ἡ Ὀρθοδοξία ζεῖ καί ἀναθαρροῦσαν. Οἱ πολλοί κακόδοξοι, ὅσο ἔβλεπαν ὄρθιο τον ἀνυπότακτο ἄνδρα, ἤξεραν ὅτι παρά τούς διωγμούς ἡ Ὀρθοξία ἐπιζεῖ καί γι᾿ αὐτό θηριώνονταν». 3

Ἡ ἐργογραφία τοῦ Μ. Ἀθανασίου εἶναι ἐκπληκτική! Μεταξύ ἄλλων, τό θεολογικώτατο περί Ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου ἔργο του, πού συνέγραψε σέ νεαρά ἡλικία, ὄχι μόνο καταδεικνύει τήν σοφία του, ἀλλά ἀποτελεῖ γιά τήν Ἐκκλησία τήν ἐγκυρότερη Πατερική πηγή, τό πλέον ἀντιπροσωπευτικό λόγο περί τοῦ θέματος αὐτοῦ, τῆς θείας ἐν Χριστῷ Οἰκονομίας διά τῆς Ἐνανθρωπήσεως. Γνωστή εἶναι στούς μελετητές ἡ ρῆση έκείνη πού φανερώνει κατά τον Μεγάλο Πατέρα τη στοχοθεσία τῆς Σαρκώσεως τοῦ Υἱοῦ και Λόγου τοῦ Θεοῦ, πολύ εἶναι ἡ χαρισματική θέωση τοῦ ἀνθρώπου στό πλαίσιο τῆς Ἐκκλησίας: «Αὐτός ἐνηνθρώπησεν, ἵνα ἡμεῖς θεοποιθῶμεν».4

Γεγονός, πάντως, εἶναι, ὅτι ὅπως σημειώνεται χαρακτηριστικά ἀπό εἰδικούς, περί τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου, αὐτός ὑπῆρξε ἡ μεγαλύτερη φυσιγνωμία τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας! Καί ἀκόμη ὅτι, σήκωσε τό βάρος πολλαπλῆς καί βαθιᾶς κρίσεως καί θεμελίωσε θεολογικά καί ὁριστικά τήν ὁρθόδοξη τριαδολογία.5

Ὁ ἕτερος φωστήρ τῆς Ἀλεξανδρείας, Κύριλλος (+444), ὁ πρόεδρος τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί ὑπέρμαχος τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, εἶναι ὁ ἐκλεκτός Πατήρ καί Διδάσκαλος, τό ἰσχυρό θεολογικό πνεῦμα, πού χαριτώθηκε ἀπό τόν Κύριο νά ἀγωνισθεῖ καί νά ἀντιμετωπίσει μέ ποικίλες δυσκολίες, πλήν ὅμως ἐπιτυχῶς, τό θεμελιῶδες πρόβλημα τῆς χριστολογίας. Ὅταν ἀμφισβητήθηκε ἡ πραγματική ἑνότητα τῶν δύο φύσεων στό ἑνιαῖο πρόσωπο τοῦ Ἐνσαρκωθέντος Λόγου τοῦ Θεοῦ, τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ ἅγιος Πατριάρχης τῆς Ἀλεξανδρείας, κατέδειξε θεολογικά καί τήν ἑνότητα τῶν ἀσυγχύτων φύσεων καί τό ἑνιαῖο πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι, ἀνήγειρε τό οἰκοδόμημα τῆς χριστολογίας πού εἶχαν θεμελιώσει ὁ Μ. Ἀθανάσιος καί κυρίως οἱ Καππαδόκες Πατέρες.6 Ὁ Ἅγιος αὐτός εἶναι καί ὁ μεγάλος ὑπερασπιστής τῆς Ἀειπαρθενίας τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καί Μητρός τοῦ Κυρίου μας. Ὁ αἱρεσιάρχης Νεστόριος καί οἱ σύν αὐτῷ, ὅπως γνωρίζουμε, δέν ἐδέχοντο τόν ὅρο «Θεότόκος»7, ὅπως οἱ Πατέρες ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι τον ἀπέδωσαν στήν Παναγία, ἡ Ὁποία ἐγέννησε Θεόν σωματούμενον καί ὄχι μόνο «ἄνθρωπον ψιλόν».

Μεγάλοι οἱ ἀγῶνες, ἐν προκειμένῳ τοῦ ἁγιωτάτου Πατριάρχου Ἀλεξαδρείας Κυρίλλου! Αὐτός ἐβροντοφώνησε ὅτι «ἀρκεῖ πρός ὀρθήν καί ἀδιάβλητον τῆς πίστεως ἡμῶν ὁμολογίαν, τό Θεοτόκον λέγειν καί ὁμολογεῖν τήν ἁγίαν Παρθένον»!8 Ἡ συμβολή τοῦ Κυρίλλου στή διαμόρφωση τῆς ὀρθοδόξου διδασκαλίας πού ἀναφέρεται στήν Ἀειπάρθενο Θεοτόκο εἶναι τεράστια. Τήν ὀρθότητα τῆς διδασκαλίας καί τῶν συγγραμμάτων του ἀπέδειξε ἡ Γ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος, ἡ ὁποία συνεκλήθη στή Ἔφεσο τό 431 καί κατεδίκασε τήν αἵρεση τοῦ Νεστοριανοσμοῦ, ἀλλά δευτερευόντως καί τοῦ Πελαγιανισμοῦ. Νά σημειώσουμε δέ, ὅτι ὁ θεοφόρος Κύριλλος, ἐξυμνῶντας τήν Παναγία Μητέρα τοῦ Κυρίου μας, τῆς ἀποδίδει τρεῖς ὀνομασίες: Παρθένον, μητέρα καί δούλη.«Χαίροις, Παρθένε Μαρία, μήτηρ καί δούλη».9 Καί ὅπως προσφυῶς ἔχει γραφεῖ, «οἱ τρεῖς αὐτές ὀνομασίες πού ἀποδίδει ὁ Κύριλλος στήν Παναγία καί ἡ σημασιοδότησή τους, τή φανερώνουν ὡς πρότυπο τοῦ «καινοῦ» ἀνθρώπου πού ζεῖ τήν καινή κτίση καί διακονεῖ τό ἀνθρώπινο γένος μέ τήν τριπλή ἰδιότητά της: τῆς παρθένου, τῆς μητέρας καί τῆς δούλης».10

__________________________________________

1 Βλ. Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, Εἰς τόν Μέγαν Ἀθανάσιον, ΕΠΕ, 6, 40.
2 ὅπου π. σελ. 94.
3 Βλ. Στ. Παπαδοπούλου, Πατρολογία Β΄, σελ. 264.
4 MPG. 26, 192B.
5 ὅπου π. Πατρολογία Α΄, σελ. 263.
6 ὅπου π. Πατρολογία, Γ΄, 470
7 Οἱ Νεστοριανοί, ὡς γνωστόν, ὀνόμαζαν τήν Παναγία μας, «Χριστοτόκον» ἤ «ἀνθρωποτόκον», προκειμένου νά δικαιολογήσουν τήν «σχετική» ἕνωση τῶν δύο φύσεων ἐν Χριστῷ καί νά ἀρνηθοῦν τήν «καθ᾿ ὑπόστασιν», ἤ «κατά φύσιν» γενομένη ἕνωση, ὅπως ἔλεγε ὁ ἅγιος Κύριλλος καί ὅπως δογματίζουσα κηρύττει ἡ Ἐκκλησία μας. Νά ὑπενθυμήσουμε ἐπίσης, ὅτι ὁ ὅρος «Θεοτόκος», εἶχε χρησιμοποιηθεῖ βεβαίως καί πρίν ἀπό τήν Γ΄Οἰκουμενική Σύνοδο (πρῶτος ὁ Ὠριγένης τόν χρησιμοποίησε), ὅμως αὐτός ὁ ὅρος γιά τόν μεγάλο ὑπερασπιστή τῆς Θεοτόκου καί θεολόγο τῆς Χριστολογίας ἅγιο Κύριλλο, ἦταν παραπάνω ἀπό μιά διατύπωση∙ ἦταν μία ὁμολογία πίστεως!
8Ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, Ὁμιλία 15, MPG. 77, 1093A
9 Λόγος 11, MPG. 77, 1032C.
10 Βλ. Χρ. Σταμούλη, «Θεοτόκος καί Ὀρθόδοξο δόγμα», ἔκδ. «Τό Παλίμψηστον», Θεσσαλονίκη 2003, Β΄ ἔκδ. σελ. 107.

ΠΗΓΗ

Τρίτη 28 Ιανουαρίου 2014

Τῶν Ἁγίων Ἀθανασίου καί Κυρίλλου, ἀρχιεπισκόπων Ἀλεξανδρείας (18 Ἰανουαρίου)

Η εικόνα ίσως περιέχει: 1 άτομο




«Ἀθανάσιον ἐπαίνων, ἀρετὴν ἐπαινέσομαι,
ταῦτον γὰρ ἐκεῖνον τὲ εἰπεῖν
 καὶ ἀρετὴν ἐπαινέσαι»



Ὁ Mέγας Πατήρ καί Στύλος τῆς Ὁρθοδοξίας, Ἀθανάσιος, διεξήγαγε πολλούς ἀγώνες γιά τήν Ὁρθόδοξη πίστη. Μὲ τὸν καθόλου βίο του, ἀπέδειξε τὸ ἐνάρετο καὶ τὸ εὐσεβές του ἤθους αὐτοῦ σὲ τέτοιο βαθμό, ὥστε τὸ ὄνομα οὐ νὰ ἀποβεῖ ταυτόσημο πρὸς τὴν ἀρετή. Γι’ αὐτὸ λέγει ἐπιγραμματικὰ ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνός : «Ἀθανάσιον ἐπαίνων, ἀρετὴν ἐπαινέσομαι, ταῦτον γὰρ ἐκεῖνον τὲ εἰπεῖν καὶ ἀρετὴν ἐπαινέσαι».(Επαινώντας τον Αθανάσιο, θα επαινέσω την αρετή. Γιατί Αθανάσιος και αρετή είναι το ίδιο πράγμα. Όταν αναφέρομαι σε αυτόν επαινώ την αρετή). Ο Ἅγιος Γρηγόριος συνεχίζοντας παρατηρεῖ ὅτι ὁ Μέγας Ἀθανάσιος ἔγινε κατ’ ἐξοχὴν δέκτης τοῦ θείου φωτισμοῦ, ἔφθασε σὲ ὕψος βιβλικῶν προσώπων καὶ ἴσως μάλιστα κάποια ἀπὸ αὐτὰ νὰ ὑπερέβαλε, γιατί κυριολεκτικὰ ἑνώθηκε καὶ ἔγινε ἕνα μὲ τὸ θεῖο φῶς. Καὶ ἔτσι μόνο κατόρθωσε νὰ ἀντιμετωπίσει τὶς μεγάλες κακοδοξίες τῶν αἱρετικῶν της ἐποχῆς του.

Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος γεννήθηκε κατὰ τὸ ἔτος 295 μ.Χ. στὴν Ἀλεξάνδρεια ἀπὸ Χριστιανοὺς γονεῖς. Ἔτυχε ἐπιμελημένης ἐκπαιδεύσεως φιλοσοφικῆς καὶ θεολογικῆς. Κατὰ τὴ νεανική του ἡλικία συνδέθηκε μὲ τὸν Μέγα Ἀντώνιο καὶ ἀσκήτευσε μαζί του στὴν ἔρημο.

Κάποτε ο Αθανάσιος με άλλα παιδιά παίζανε στην ακροθαλασσιά, όπου  βρισκόταν και το σπίτι του Πατριάρχη Αλέξανδρου. Ο Πατριάρχης παρατήρησε ότι τα παιδιά υποδύονταν ρόλους αξιωματούχων της Εκκλησίας. Τον Αθανάσιο τον χειροτόνησαν Πατριάρχη και στο τέλος τον είδε να βαφτίζει ένα παιδάκι κατά την τάξη της Εκκλησίας. Ο Αλεξανδρείας Αλέξανδρος, είδε κατά τύχη τη σκηνή και θαύμασε, προγνωρίζοντας διά του Αγίου Πνεύματος, ότι η χειροτονία του Αθανασίου ήταν προμήνυμα της μελλοντικής χειροτονίας του

Στὴν ἀρχὴ χειροθετήθηκε ἀναγνώστης τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀλεξανδρείας καὶ τὸ 318 μ.Χ. ἦταν ἤδη διάκονος. Τὸ ἔτος 325 μ.Χ. συνοδεύει τὸν γέροντα Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας Ἀλέξανδρο στὴ Νίκαια, ὅπου συγκλήθηκε ἡ Ἃ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, «τοῦ χοροῦ τῶν διακόνων ἡγούμενος».

Ἐκεῖ, χάρη στὴ μόρφωσή του καὶ μάλιστα στὴ θερμουργὸ καὶ ἀκλόνητη πίστη του, ἀναδείχθηκε ἕνας ἀπὸ τοὺς θαρραλέους ἀγωνιστὲς κατὰ τῆς αἱρέσεως τοῦ Ἀρείου. Μάλιστα δέ, ὅπως ἀποφάνθηκε ἡ ἐν Ἀλεξανδρεία Σύνοδος τοῦ 399 μ.Χ., κυρίως ὁ Ἀθανάσιος «τὴν νόσον τοῦ Ἀρειανισμοῦ ἔστησεν». Κανένας, ἴσως, ἄλλος ἀπὸ τοὺς Πατέρες καὶ Διδασκάλους τῆς Ἐκκλησίας, τῆς περιόδου ἐκείνης, δὲν ἀντιμετώπισε τόσο σπουδαία ἐκκλησιαστικὰ καὶ θεμελιώδη προβλήματα τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἦταν τὰ περὶ Θεοῦ, κόσμου, ἀνθρώπου, δημιουργίας, τριαδολογίας, ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ, σωτηρίας, χριστολογίας, πνευματολογίας, Οἰκουμενικῆς Συνόδου κ.α.

Ἡ φήμη τοῦ Ἀθανασίου ἑδραιώθηκε τόσο πολὺ κατὰ τὴ Σύνοδο τῆς Νίκαιας, ὥστε μετὰ ἀπὸ λίγο, ὅταν πέθανε ὁ γέροντας Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας Ἀλέξανδρος (κοιμήθηκε 17 Ἀπριλίου 328 μ.Χ.), ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Ἀλεξανδρείας πιθανότατα τὸν ἴδιο χρόνο.

Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, κατὰ τὰ 46 ἔτη τῆς ἀρχιερατείας του, ὑπῆρξε ὁ στύλος τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὁ κατ’ ἐξοχὴν Πατὴρ τῆς Ὀρθοδοξίας. Μερίμνησε δραστήρια γιὰ τὴν ὀργάνωση τῆς Ἐκκλησίας του. Περιηγούμενος τὴν ἐπαρχία του, μετέβη στὴ Θηβαΐδα, τὴν Πεντάπολη, τὴν Κάτω Αἴγυπτο γιὰ νὰ δεῖ ἀπὸ κοντὰ τὶς ἀνάγκες τοῦ ποιμνίου του, τὸ ὁποῖο τὸν ὑποδεχόταν παντοῦ μὲ ἐνθουσιασμό. Ἐγκαθιστοῦσε στὶς διάφορες πόλεις ἄξιους καὶ ἱκανοὺς Ἐπισκόπους, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ τὸν Ἅγιο Φρουμέντιο (τιμᾶται 30 Νοεμβρίου), τὸν ὁποῖο χειροτόνησε Ἐπίσκοπο Ἀξώμης.
Ὅμως, οἱ Ἀρειανοί, δημιούργησαν πολλὲς ταραχὲς καὶ ὀχλήσεις στὸν Ἅγιο, τὸν ὁποῖο συκοφαντοῦσαν. Ὁ Ἅγιος ἐξορίστηκε πέντε φορὲς καὶ διῆλθε περισσότερα ἀπὸ δεκαέξι χρόνια της ἀρχιερατείας του στὴν ἐξορία. Ἐσύρθη κατ’ ἐπανάληψη ἀπὸ τοὺς Ἀρειανοὺς ἐνώπιον Συνόδων καὶ καθαιρέθηκε.

Καταδιώχθηκε ἀπὸ αὐτοκράτορες, ὑπέφερε ἀνεκδιήγητες ταλαιπωρίες καὶ στερήσεις, εἶδε πολλοὺς ἀπὸ τοὺς συνεργάτες του νὰ ὑποκύπτουν στὶς πιέσεις καὶ τὴν βία τῶν Ἀρειανῶν καὶ τὸν Ἐπίσκοπο Ρώμης Λιβέριο (352-366 μ.Χ) νὰ ὑπογράψει ἀρειανικὸ ὄρο πίστεως, γιὰ νὰ ἀποφύγει τὴν ἐξορία. Ἦλθαν στιγμές, κατὰ τὶς ὁποῖες ὁ χριστιανικὸς κόσμος φαινόταν ἀντίθετος πρὸς τὸν Ἅγιο, ἀλλὰ αὐτὸς ποτὲ δὲν κάμφθηκε καὶ ἀγωνιζόταν γιὰ τὴν ἀλήθεια.

Ἀφορμὴ γιὰ τὶς διώξεις κατὰ τοῦ Ἁγίου, ἔδωσε ἡ ἄρνησή του νὰ ἀποκαταστήσει στὴν ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία τὸν ὑπὸ τῆς A’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καθαιρεθέντα Ἄρειο, ὁ ὁποῖος παρουσιαζόταν ὑποκριτικὰ ὡς ἀποδεχόμενος τὴν ὀρθόδοξη διδασκαλία. Ὅταν ὁ Ἄρειος ἀνακλήθηκε ἀπὸ τὴν ἐξορία ὑπέβαλε τὸ 330 ἢ 331 μ.Χ. ὁμολογία πίστεως, στὴν ὁποία ἀπέφυγε ἐπιμελῶς νὰ ἀναφέρει τὶς ἀρειανικὲς ἐκφράσεις. Ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος εἶδε τὴν ἀπάτη καὶ τὸ δόλο τοῦ Ἀρείου καὶ ἀρνήθηκε κατηγορηματικὰ νὰ δεχθεῖ σὲ κοινωνία τὸν Ἄρειο παρὰ τὴ διαταγὴ τοῦ αὐτοκράτορα Μεγάλου Κωνσταντίνου. Μετὰ τὴν ἄρνηση τοῦ Ἁγίου, οἱ ἐχθροί του ἄρχισαν νὰ ὀργανώνουν συστηματικὰ τὸν κατ’ αὐτοῦ ἀγώνα. Ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος, ἂν καὶ τιμοῦσε τὸν Ἅγιο Ἀθανάσιο γιὰ τὸ ἦθος καὶ τὸ θάρρος του, παρασύρθηκε τελικὰ ἀπὸ τὶς συνεχεῖς ἐναντίον τοῦ μηχανορραφίες τῶν Ἀρειανῶν καὶ διέταξε τὴ σύγκλιση Συνόδου στὴν Καισάρεια, τὸ 335 μ.Χ., μὲ σκοπὸ τὴν ἐξέταση τῶν κατηγοριῶν κατὰ τοῦ Ἀθανασίου.
Ἡ Σύνοδος τελικὰ συγκλήθηκε στὴν Τύρο τῆς Φοινίκης. Ὁ Ἀθανάσιος συνῆλθε στὴ Σύνοδο, στὴν ὁποία παρέστησαν 60 Ἀρειανοὶ Ἐπίσκοποι. Οἱ κατηγορίες δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ σταθοῦν παρὰ τὰ ἐφευρήματα τῶν αἱρετικῶν. Ἐπειδή, ὅμως, ἔγινε ἀντιληπτὸ ὅτι οἱ ἐχθροί του Ἀθανασίου ζητοῦσαν νὰ τὸν φονεύσουν, οἱ ἄνθρωποι τοῦ βασιλέως, ποὺ εἶχαν ἐπιφορτισθεῖ τὴν τήρηση τῆς τάξεως καὶ τῆς εἰρήνης, τὸν φυγάδευσαν κρυφά. Ἔτσι κατέφυγε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ζήτησε νὰ δεῖ τὸν αὐτοκράτορα, ὁ ὁποῖος λόγω τῶν διαβολῶν, ἀρνήθηκε νὰ τὸν δεχθεῖ σὲ ἀκρόαση καὶ διέταξε τὴν ἐξορία του στὴ Γαλατία. Ἐπανῆλθε στὴν ἕδρα τοῦ μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου, στὶς 23 Νοεμβρίου 337 μ.Χ.

Πλὴν ὅμως καὶ πάλι οἱ ἐχθροί του ἄρχισαν τὶς κατ’ αὐτοῦ διαβολὲς καὶ συκοφαντίες. Τότε ὁ Ἀθανάσιος συγκάλεσε Σύνοδο στὴν Ἀλεξάνδρεια, τὸ 339 μ.Χ στὴν ὁποία ἔλαβαν μέρος 100 Ἐπίσκοποι. Οἱ ἐχθροί του τότε, συγκρότησαν ἀρειανικῆ Σύνοδο στὴν Ἀντιόχεια, ἡ ὁποία τὸν καθαίρεσε καὶ ὅρισε ὡς Ἐπίσκοπο Ἀλεξανδρείας τὸν Εὐσέβιο τὸν Ἐμισηνό, ἀντ’ αὐτοῦ δέ, ἐπειδὴ δὲν ἀποδέχθηκε τὴν ἐκλογή, τὸν Καππαδόκη Γρηγόριο, ὁ ὁποῖος ἐγκαταστάθηκε στὴν Ἀλεξάνδρεια διὰ τῆς βίας μετὰ τὴν ἀπομάκρυνση τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου.

Τότε ὁ Ἅγιος κατέφυγε στὴ Ρώμη, ὅπου εὑρίσκονταν καὶ ἄλλοι ἐξόριστοι ἱερεῖς καὶ Ἐπίσκοποι. Ἐκεῖ, τὸν δέχθηκαν ὅλοι μὲ τιμὴ καὶ ἀναγνώρισαν τοὺς ἀγῶνες τοῦ ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἔτσι, ὁ Πάπας Ἰούλιος Συγκάλεσε, τὸ ἔτος 341 μ.Χ., Σύνοδο, ἡ ὁποία ἀναγνώρισε τὸν Ἅγιο Ἀθανάσιο ὡς κανονικὸ Ἐπίσκοπο Ἀλεξανδρείας καὶ τὸν κήρυξε ἀθῶο ἀπὸ ὅλες τὶς κατηγορίες τῶν ἐχθρῶν του.

Ὅταν τὸ 345 μ.Χ. ἐκοιμήθη ὁ Ἀλεξανδρείας Γρηγόριος, κατόπιν ὑποδείξεως τοῦ Κώνσταντος, ὁ αὐτοκράτορας Κωνστάντιος ἀνακάλεσε τὸν Ἅγιο Ἀθανάσιο ἀπὸ τὴν ἐξορία. Ὁ Ἅγιος ἐπέστρεψε γενόμενος δεκτὸς θριαμβευτικὰ ἀπὸ τὸ ποίμνιό του. Ἀλλὰ καὶ αὐτὴ τὴ φορὰ μόνο γιὰ λίγο ἔμεινε ἀδιατάρακτος στὴν ἕδρα του, διότι μετὰ τὴν δολοφονία τοῦ Κώνσταντος, τὸ ἔτος 350 μ.Χ., ὁ Κωνστάντιος, πεισθεῖς σὲ νέες διαβολὲς καὶ πιέσεις τῶν φίλων τῶν Ἀρειανῶν, καταδίκασε συνοδικῶς τὸν Ἅγιο Ἀθανάσιο. Ἀπέστειλε μάλιστα καὶ στρατιῶτες, γιὰ νὰ τὸν συλλάβουν τὴν νύκτα τῆς 9ης Φεβρουαρίου 356 μ.Χ., ἐνῶ τελοῦσε παννυχίδα μὲ πλῆθος πιστῶν στὸ Ναὸ τοῦ Ἁγίου Θεωνᾶ. Ὁ Ἅγιος φυγαδεύτηκε στὴν ἔρημο, ὅπου παρέμεινε ἔξι χρόνια, παρακολουθώντας τὶς κινήσεις καὶ ἐνέργειες τῶν Ἀρειανῶν καὶ στηρίζοντας τοὺς κλονιζόμενους Χριστιανούς.

Τέλος, ἐπὶ αὐτοκράτορα Ἰουλιανοῦ του Παραβάτου (361-363 μ.Χ.) μπόρεσε νὰ ἐπανέλθει στὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ νὰ συγκροτήσει Σύνοδο ἡ ὁποία ἀποτέλεσε σημαντικότατο σταθμὸ στὴν ἱστορία τῶν ἀγώνων τῆς Ὀρθοδοξίας κατὰ τοῦ Ἀρειανισμοῦ. Οἱ διωγμοὶ συνεχίστηκαν καὶ ἐπὶ αὐτοκράτορα Οὐάλη, ποὺ ἐξόρισε τὸν Ἅγιο. Φοβούμενος ὅμως ἐξέγερση τοῦ λαοῦ τῆς Ἀλεξανδρείας, ἀναγκάσθηκε νὰ ἀνακαλέσει τὸν Ἅγιο ἀπὸ τὴν ἐξορία.

Ἀγωνιζόμενος γιὰ τὴν ὀρθόδοξη πίστη μέχρι τὸ τέλος τοῦ βίου του, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη στὶς 2 Μαΐου 373 μ.Χ., σὲ ἡλικία 75 ἐτῶν, ἀφοῦ κατεκόσμησε τὸ θρόνο τῆς Ἀλεξανδρείας. Ἡ Ἐκκλησία πολὺ νωρὶς τοῦ ἀπένειμε τὸν τίτλο τοῦ Μεγάλου Πατρὸς αὐτῆς. Εἶναι ἐκεῖνος ποὺ διαισθάνθηκε καὶ ἀντιλήφθηκε ἄριστα τὶς λεπτεπίλεπτες σχέσεις ἀλληλεξαρτήσεως τῶν ἐπὶ μέρους ἀληθειῶν τῆς πίστεως, οἱ ὁποῖες στὴ σκέψη τοῦ ἀποτελοῦν τμήματα μίας καὶ τῆς αὐτῆς ἀλήθειας, ὥστε ἡ πλάνη περὶ τὴν μία ἐπὶ μέρους ἀλήθεια, νὰ συνεπάγεται ἀναπότρεπτα τὴν ἀνατροπὴ ὁλόκληρού του συστήματος τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας καὶ τὴν δημιουργία αἱρέσεως.


† Ὁ Ἅγιος Κύριλλος Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας (375-444 μ. Χ.)



Αποτέλεσμα εικόνας για Ἅγιος Κύριλλος Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας
Ὁ Ἅγιος Κύριλλος ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Θεοδοσίου τοῦ Μικροῦ (408-450 μ.Χ.) καὶ γεννήθηκε περὶ τὸ 370 ἢ 375 μ.Χ. στὴν Ἀλεξάνδρεια ἀπὸ εὔπορους γονεῖς τῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας τῆς πόλεως. Ἦταν θερμοῦ καὶ ζωηροῦ χαρακτήρα, ἀνήσυχος, τολμηρός, ἐνεργητικὸς καὶ πολὺ δραστήριος.

Διακρινόταν γιὰ τὴν εὐστροφία, τὴν ταχύτητα καὶ ἀποφασιστικότητα τῶν ἐνεργειῶν του καί, κυρίως, γιὰ τὴν ἐπιμονή, ὁρμητικότητα καὶ τὸ ἀνυποχώρητο στὶς ἐπιδιώξεις τῶν σκοπῶν γιὰ τοὺς ὁποίους ἀγωνιζόταν. Εἶχε ἰσχυρὸ τὸ αἴσθημα τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως καὶ τὴν ἀγάπη του γιὰ τὴν εἰρήνη καὶ ἐκκλησιαστικὴ ἑνότητα, ἡ δὲ συναίσθηση τοῦ καθήκοντος καὶ ὁ ἁγνὸς ἐνθουσιασμός του γιὰ τὴν ἀλήθεια τὸν καθιστοῦσαν ἄφοβο στὴν ἐπιτέλεση τῆς διακονίας του καὶ ἱκανὸ ἀγωνιστὴ ὑπὲρ τῆς ἀλήθειας μέχρι θανάτου. Γιὰ ὅλα αὐτὰ τὰ χαρίσματα δικαίως θεωρεῖται ὡς ἕνας ἀπὸ τοὺς Μεγάλους Πατέρες καὶ Διδασκάλους τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὁ κατ’ ἐξοχὴν ὑπερασπιστὴς τῆς ἱερᾶς παραδόσεως.

Ἦταν ἀνιψιὸς τοῦ Πατριάρχου Ἀλεξανδρείας Θεοφίλου, τὸν ὁποῖο πάντοτε εὐγνωμόνως ἀνέφερε. Ἔλαβε εὐρεία μόρφωση στὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ μάλιστα στὴν περιώνυμο Κατηχητικὴ Σχολή, ὅπου παρακολουθοῦσε παραδόσεις τοῦ μεγάλου διδασκάλου τῆς Σχολῆς αὐτῆς Διδύμου του Τυφλοῦ. Φοίτησε, ἀκόμη, στὶς φιλοσοφικὲς σχολὲς τῆς Ἀλεξάνδρειας καὶ συμπλήρωσε τὶς σπουδές του μὲ ἐπιπλέον ἰδιαίτερες μελέτες τῆς θύραθεν καὶ τῆς χριστιανικῆς φιλοσοφίας, ὅπως τοῦτο προκύπτει ἀπὸ τοὺς λόγους καὶ τὰ συγγράμματά του.

Ὅταν μελετοῦσε τὴν Ἁγία Γραφὴ ἐφάρμοζε τὴν ὑγιῆ καὶ ὀρθὴ ἑρμηνευτικὴ μέθοδο, διὰ τῆς ὁποίας ἀναζητοῦσε πάντοτε νὰ ἐρευνᾶ τὴν σύνθεση τοῦ κειμένου καὶ κατόπιν νὰ ἀναζητεῖ τὰ νοήματά του. Κατὰ τὴν ἑρμηνεία τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ γενικῶς τὴν ἔκθεση τῶν δογμάτων προτιμοῦσε περισσότερο τὴν πίστη, ἔχοντας ὡς κριτήριο τῆς Ὀρθοδοξίας τὴν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ὅπου ὅμως θεωροῦσε ἀναγκαῖο χρησιμοποιοῦσε καὶ τὸν λόγο.

Γιὰ τὴν καλύτερη πνευματικὴ ἀνάπτυξή του καὶ τὸν πληρέστερο καταρτισμό του, κατέφυγε σὲ μονὲς τῆς Αἰγύπτου, ὅπου ἀσκήτευε γιὰ ἕνα χρονικὸ διάστημα. Ἔλεγε μάλιστα σχετικά: «Εἰς χείρας πατέρων τεθράμμεθα ὀρθοδόξων καὶ ἁγίων». Μάλιστα κατὰ τοὺς χρόνους ἐκείνους, ὁ μοναχικὸς βίος τῆς Αἰγύπτου βρίσκονταν σὲ μεγάλη ἀκμή, ἀπὸ τὴν ὁποία εἶχε ἀρχίσει νὰ ἐξασθενεῖ, ἰδίως μετὰ τὶς βίαιες ἐπιθέσεις, τὶς ὁποῖες ἐξαπέλυσε ἐναντίων του ὁ Θεόφιλος, λόγω τῶν ὠρεγινιστικῶν ἐρίδων.
Μάλιστα, σύμφωνα μὲ κάποιες πληροφορίες, ὁ Ἅγιος Κύριλλος, ἀπεστέλη ἀπὸ τὸν θεῖο τοῦ Θεόφιλο, μετὰ τὶς σπουδές του, στὶς μονὲς τῆς Νιτρίας ὅπου διέμενε ἐπὶ πενταετία στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Μακαρίου, μελετώντας τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ ἀσκούμενος ὑπὸ τὴν καθοδήγηση τοῦ γέροντος Σεραπίωνος. Δὲν εἶναι γνωστὸ πότε ἀκριβῶς εἰσῆλθε στὶς τάξεις τοῦ ἱεροῦ κλήρου, ἀλλὰ πάντως μετὰ τὴν συμπλήρωση τοῦ 26ου ἔτους, χειροτονήθηκε ἀναγνώστης καὶ στὴ συνέχεια χειροτονήθηκε διάκονος καὶ πρεσβύτερος ἀπὸ τὸν θεῖο τοῦ Θεόφιλο.

Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Θεοφίλου, στὶς 15 Ὀκτωβρίου 412 μ.Χ., προβλήθηκε ὡς διάδοχός του, ὅπως καὶ ὁ ἀρχιδιάκονος Τιμόθεος, ὁ ὁποῖος ἦταν ἀξιόλογος κληρικὸς καὶ μάλιστα ἀρεστὸς στὴν ἀριστοκρατία τῆς ἀλεξανδρινῆς κοινωνίας καθὼς καὶ στὴ δημόσια διοίκηση τῆς πόλεως.

Τελικὰ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀλεξανδρείας ἐξελέγη ὁ Ἅγιος Κύριλλος, ποὺ ἐνθρονίσθηκε στὶς 17 Ὀκτωβρίου 412 μ.Χ. καὶ διεποίμανε τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἀλεξανδρείας ἐπὶ 32 ἔτη, ἔχοντας πάντοτε τὴ βαριὰ συναίσθηση ὅτι κατεῖχε τὸ θρόνο τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Μάρκου. Ὁ Ἅγιος Κύριλλος, ἀφ’ ἑνὸς μὲν ἔλεγχε τὴν κοινωνικὴ ἀνισότητα, καυτηρίαζε τὴν ἀναλγησία τῶν πλουσίων καὶ τὶς κακὲς συνήθειες, καθὼς καὶ πολλὰ ἄλλα φαινόμενα τῆς εὐημερούσης κοινωνίας, ἀφ’ ἑτέρου δὲ προέβαλλε στοὺς πιστοὺς τὸ ἰδεῶδες της χριστιανικῆς ζωῆς καὶ ἀγάπης καὶ τοὺς συνιστοῦσε νὰ ζοῦν ζωὴ σύμφωνη μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ χριστιανικό τους ὄνομα.

Ὁ Ἅγιος θεώρησε βασικὸ καθῆκον τοῦ τὴν ἀντιμετώπιση διαφόρων αἱρέσεων καὶ σχισμάτων, ὑπολείμματα τῶν ὁποίων διασώζονται ἀκόμη, ὅπως καὶ τῶν Ἀρειανῶν, Μαρκίωνος, Παύλου Σαμοσατέως, Ναυατιανῶν. Ἐπίσης στράφηκε καὶ κατὰ τῶν Ἐθνικῶν, οἱ ὁποῖοι ἐπηρέαζαν τὸ λαὸ διὰ τῆς μαγείας, τῆς ἀστρολογίας καὶ τὶς δεισιδαιμονίες καὶ τοῦ μαντείου τους στὸ Μένουθις. Τὸ μαντεῖο αὐτὸ ἀντιμετώπισε διὰ τῆς μεταφορᾶς τῶν ἱερῶν λειψάνων τῶν Μαρτύρων Κύρου καὶ Ἰωάννου καὶ τῶν Παρθένων Θεοκτίστης, Εὐδοξίας καὶ τῆς μητέρας τοὺς Ἀθανασίας στὸ ναὸ τῶν Εὐαγγελιστῶν, τὸν ὁποῖο ἀνήγειρε ὁ Θεόφιλος καὶ τὰ ὁποία λείψανα εἶχαν εὑρεθεῖ σὲ ἀρχαῖο χριστιανικὸ ναὸ τοῦ Ἀποστόλου Μάρκου.

Ὁ Ἅγιος Κύριλλος στράφηκε καὶ κατὰ τῶν Ἰουδαίων, ἐπειδὴ εἶχαν τὴ μεροληπτικὴ ὑπὲρ αὐτῶν στάση τοῦ ἔπαρχου Ὀρέστη καὶ συμπεριφέρονταν προκλητικὰ στοὺς χριστιανούς. Ὁ Ἅγιος ἐπίσης, ἀντιμετώπισε τὶς αἱρετικὲς δοξασίες τοῦ Πελαγίου καὶ τέλος τοῦ Νεστορίου. Ὁ ἀγώνας τοῦ κατὰ τοῦ Νεστορίου ἢ τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ γέμισε τὴν ἱστορία τοῦ Μεγάλου αὐτοῦ Πατρὸς τῆς Ἐκκλησίας.

Ὁ Νεστόριος, Ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως ἀπὸ τὸν Ἀπρίλιο τοῦ ἔτους 428 μ.Χ., δημιούργησε τὴν αἵρεση τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ. Ἀρνιόταν δηλαδὴ τὴν καθ’ ὑπόσταση ἕνωση τῶν δύο ἐν Χριστῷ φύσεων, θείας καὶ ἀνθρώπινης, ἀποδεχόταν μόνο ἐνοίκηση ἢ συνάφειά τους καὶ θεωροῦσε τὴν Παναγία ὄχι Θεοτόκο, ἀλλὰ «Χριστοτόκο» ἢ «ἀνθρωποτόκο». Ὁ Ἅγιος Κύριλλος διαφύλαξε τὴ Χριστολογία τῆς Ἐκκλησίας, ἀπὸ τὴν πλάνη τῶν αἱρετικῶν, διδάσκοντας τὴν ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας.
Ὁ Χριστὸς κατὰ τὴν Θεία Του φύση χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὸν Ἅγιο Κύριλλο ὡς «τοῦ Πατρὸς φύσει Υἱὸς καὶ ὑπὲρ ἡμᾶς Λόγος», «ἐκ Θεοῦ Λόγος», «ἄνωθεν ἐκ Θεοῦ Πατρός», ὁ ὁποῖος εἶναι Θεῖος Λόγος καὶ ὁ ὁποῖος «οἰκονομικῶς κατεφοίτησε δὶ’ ἠμᾶς εἰς ἀνθρωπότητα», «γέγονε σὰρξ» καὶ «καθ’ ἠμᾶς ἄνθρωπος», «ἠνώθη κατὰ φύσιν καὶ καθ’ ὑπόστασιν τὴ σαρκί».

Ἔτσι, ἡ Παναγία εἶναι Θεοτόκος, διότι στὸν Ὄρο αὐτὸ συμπεριλαμβάνεται καὶ τὸ πραγματικό της Θείας ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου, τῆς κατὰ σάρκα γεννήσεως τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴν Παρθένο καὶ τῆς ὑποστατικῆς ἑνώσεως τῶν δύο φύσεων στὸ πρόσωπό του. Ὁ Ὅρος Θεοτόκος συνοψίζει ἄριστα τὴν ἑνότητα τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ.
Τὸ 430 μ.Χ., ἡ Σύνοδος ποὺ συγκάλεσε στὴν Ἀλεξάνδρεια ὁ Ἅγιος Κύριλλος, διατύπωσε σὲ 12 ἀναθεματισμούς, τὶς διδασκαλίες ποὺ ὄφειλε νὰ ἀποκηρύξει ὁ Νεστόριος. Τὸ σκάνδαλο ποὺ δημιουργήθηκε καὶ ἀναστάτωσε τὴν Ἐκκλησία ἀπὸ τὴ διδασκαλία τοῦ Νεστόριου ἦταν μεγάλο.

Αὐτὸ ἀνάγκασε τὸν αὐτοκράτορα Θεοδόσιο τὸν Β’ νὰ συγκαλέσει στὶς 7 Ἰουνίου τοῦ ἔτους 431 μ.Χ., στὴν Ἔφεσσο, τὴν Γ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο. Ἡ Σύνοδος συνῆλθε στὶς 22 Νοεμβρίου 431 μ.Χ. ὑπὸ τὴν προεδρία τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου. Ὁ Νεστόριος δὲν ἐμφανίσθηκε. Ἡ Σύνοδος καταδίκασε τὴ δυσσεβὴ διδασκαλία τοῦ Νεστόριου καὶ τὸν ἴδιο τὸν αἱρεσιάρχη καὶ ἐξακολούθησε τὶς ἐργασίες τῆς ἐπὶ ἄλλων θεμάτων.
Μὲ καθυστέρηση ἔφθασε καὶ ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀντιοχείας καὶ οἱ περὶ αὐτὸν Ἐπίσκοποι. Ὅταν ἔμαθαν τὴν καταδίκη του Νεστόριου, συνῆλθαν σὲ δική τους Σύνοδο, ἀφόρισαν ὅλα τὰ μέλη τῆς Γ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ καθαίρεσαν τὸν Ἅγιο Κύριλλο καὶ τὸν Ἐπίσκοπο Ἐφέσου Μέμνονα. Μὲ αὐτοκρατορικὸ διάταγμα, ποὺ ἐκδόθηκε μετὰ ἀπὸ ὑπόμνημα τῶν βασιλικῶν ἐπιτρόπων, ποὺ ἤσαν φίλοι του Νεστορίου, φυλακίστηκαν ὁ Ἅγιος Κύριλλος καὶ ὁ Ἐπίσκοπος Ἐφέσου. Μὲ ἐπέμβαση τῆς εὐσεβοῦς Πουλχερίας, ἀδελφῆς του αὐτοκράτορα, ὁ Θεοδόσιος Β’ κάλεσε νὰ ἐμφανισθοῦν ἐνώπιών του ἀντιπρόσωποι τῶν δύο πλευρῶν. Τοὺς ἄκουσε καὶ ἀποδέχθηκε τὶς θέσεις τῶν Ὀρθοδόξων. Τότε ἐπικυρώθηκαν ἀπὸ ὅλους τὰ Πρακτικὰ τῆς Γ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου.

Ὁ Ἅγιος Κύριλλος κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη, στὶς 27 Ἰουνίου τοῦ ἔτους 444 μ.Χ. Δικαίως ὁ Ἅγιος Ἀναστάσιος ὁ Σιναΐτης τὸν προσονόμασε «σφραγίδα τῶν Πατέρων». Ἡ Ἐκκλησία θέλησε νὰ ἀδελφώσει τὴν μνήμη τῶν δύο Μεγάλων Πατέρων αὐτῆς καὶ Ἀρχιεπισκόπων Ἀλεξανδρείας, τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου, πρωταγωνιστῆ κατὰ τοῦ Ἀρειανισμοῦ, καὶ τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου, πρωταγωνιστῆ κατὰ τοῦ Νεστοριανισμοῦ καὶ ὅρισε τὸ συνεορτασμό τους στὶς 18 Ἰανουαρίου.


Απολυτίκιο:
Ήχος γ΄, Θείας πίστεως.


Έργοις λάμψαντες, Ορθοδοξίας, πάσαν σβέσαντες κακοδοξίαν, νικηταί τροπαιοφόροι γεγόνατε· τή ευσεβεία τα πάντα πλουτίσαντες, την Εκκλησίαν μεγάλως κοσμήσαντες, αξίως εύρατε Χριστόν τον Θεόν δωρούμενον, πάσι το μέγα έλεος.





Ἀπολυτίκιον
Ήχος γ'. θείας πίστεως.


Στύλος γέγονας Ορθοδοξίας, θείοις δόγμασιν υποστηρίζων την Εκκλησίαν, ίεράρχα Αθανάσιε, τω γαρ Πατρί τον Υιών ομοιούσιον, ανακηρύξας κατήσχυνας Άρειον. Πάτερ Όσιε, Χριστόν τον θεόν ικέτευε, δωρήσασθαι ημίν το μέγα έλεος.






Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.


Ἱεράρχαι μέγιστοι τῆς εὐσεβείας, καί γενναῖοι πρόμαχοι, τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, πάντας φρουρεῖτε τούς ψάλλοντας· Σῶσον οἰκτίρμον, τούς πίστει τιμῶντάς σε.


Τρίτη 24 Δεκεμβρίου 2013

ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΗ ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ (Μεγάλου Ἀθανασίου)








 Βλέπω ἕνα παράδοξο μυστήριο, δηλαδὴ ἀντὶ γιὰ τὸν ἥλιο βλέπω τὸν ἥλιο τῆς δικαιοσύνης μὲ ἀπερίγραπτο τρόπο νὰ ἔχει χωρέσει στὴν Παρθένο. 

Μὴ ρωτᾶς πῶς ἔγινε αὐτό, «ἀφοῦ
ὅπου θέλει ὁ Θεὸς ὑποχωρεῖ ἡ τάξη τῆς φύσης». Γιατί θέλησε ὁ Θεός, μπόρεσε, κατέβηκε ἀπὸ τὸν οὐρανό, μᾶς ἔσωσε. Ὅλα ἂς συντρέχουν. Ὁ Θεὸς πού ὑπάρχει τώρα καὶ πού προϋπῆρχε, σήμερα γίνεται ὅπως δὲν ἦταν. Γιατί, ἐνῶ εἶναι Θεός, γίνεται ἄνθρωπος, χωρὶς νὰ παύει νὰ εἶναι Θεός.

Οὔτε πάλι ἔγινε ἄνθρωπος χάνοντας τὴ θεότητα, οὔτε ὅμως ἔγινε προοδευτικὰ Θεὸς ξεκινώντας ἀπὸ ἄνθρωπος, ἀλλά ὄντας ὁ Λόγος, γι’ αὐτό ἔγινε ἀναμάρτητος ἄνθρωπος μὲ ἀμετάβλητη τὴ Θεία του φύση. Ἀφοῦ εἶχε μιὰ παράδοξη καὶ τέλεια πορεία, γεννήθηκε ἀπὸ μιὰ ἄσπορη κοιλιά, οὔτε ἄφησε τοὺς ἄγγελους του μόνους χωρὶς νὰ τοὺς ἐπιβλέπει, οὔτε ἔχασε τὴ θεότητά του μὲ τὸ νὰ γίνει ἄνθρωπος καὶ νὰ ἔλθει κοντά μας. Ὅμως ἦλθαν βασιλιάδες γιὰ νὰ προσκυνήσουν τὸν ἐπουράνιο βασιλιά, αὐτόν πού γεννήθηκε μὲ ἄρρητο τρόπο ἀπὸ τὸν Πατέρα καὶ πού σήμερα·γεννιέται ἀπὸ τὴν Παρθένο γιὰ μένα. Τότε βέβαια γεννήθηκε σύμφωνα μὲ τὴ Θεία φύση, σήμερα ὅμως μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύση.

Γεννήθηκε πρὸ αἰώνων ἀπὸ τὸν Πατέρα μὲ τρόπο πού ὁ ἴδιος ὁ Πατέρας γνωρίζει, σήμερα γεννήθηκε ἀπὸ τὴν Παρθένο μὲ ὑπερφυσικὸ τρόπο, ὅπως ἡ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος γνωρίζει. Ὁ Παλαιὸς τῶν ἡμερῶν, δηλαδὴ ὁ προαιώνιος Θεός, ἔγινε παιδί. Αὐτός πού κάθεται σὲ ὑψηλό θρόνο, τοποθετεῖται σὲ φάτνη. Ὁ ἄυλος καὶ ἀσώματος ἀπὸ ἀνθρώπινα χέρια σπαργανώνεται. Αὐτός πού σπάει τὰ δεσμὰ τῆς ἁμαρτίας, τυλίγεται σὲ σπάργανα, ἐπειδὴ αὐτό ἐπιθυμεῖ.

Ποιὸν γέννησε ἡ Παρθένος; Τὸν Δεσπότη τῆς φύσης. Ἀκόμη κι ἂν ἐσύ σιωπήσεις, τὸ βροντοφωνάζει ἡ φύση. Γιατί ἡ παρθένος Μαρία γέννησε, ὅπως θέλησε νὰ γεννηθεῖ αὐτός πού γεννήθηκε. Δὲν γεννήθηκε μὲ ἀντίθετο τρόπο ἀπὸ τὸν φυσικό, ἀλλά σὰν Δεσπότης εἰσήγαγε πρωτόγνωρο τρόπο γεννήσεως. Ὅμως παρόλο πού ἔγινε ἄνθρωπος, δὲν γεννήθηκε ὅπως γεννιέται ὁ ἄνθρωπος. Γιατί ἂν προέρχονταν ἀπὸ συνηθισμένο γάμο, −ὅπως παραδείγματος χάριν προῆλθα ἐγώ−, ἀπό τούς περισσότερους ἀνθρώπους θὰ ἐθεωρεῖτο ψεύτικος. Τώρα ὅμως αὐτός πού γεννιέται, γι’ αὐτό γεννιέται ἀπὸ τὴν Παρθένο, δηλαδὴ καὶ τὴ μητέρα στὸ ἑξῆς τὴν διασώζει καὶ τὴν παρθενία της τὴν φυλάγει ἀκέραιη, ὥστε ὁ παράδοξος τρόπος τῆς κυήσεως νὰ γίνει γιὰ μένα πρόξενος μεγάλης πίστης. Γι’ αὐτό ἂν ἴσως μὲ ρωτήσει ἕνας εἰδωλολάτρης ἡ ἕνας Ἰουδαῖος ἂν ὁ Χριστὸς φυσιολογικὰ ἔγινε ἄνθρωπος ἤ μὲ διαφορετικὸ τρόπο ἀπὸ τὴ φύση του, θὰ φέρω μάρτυρα στὸν λόγο μου τὴν ἄσπιλη σφραγίδα τῆς παρθενίας, γιατί ἔτσι ὁ Θεὸς ὑπερβαίνει τὴ φυσικὴ τάξη.

Καὶ ἂν θέλεις, ρώτησε τὸν μακάριο εὐαγγελιστή Λουκᾶ κι αὐτός θὰ σοῦ ἀπαντήσει γιὰ τὸ σχέδιο τῆς ἐνσαρκώσεως τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι βέβαια ἀρχίζει τὴ διήγησή του: «Κατὰ τὸν ἕκτο μήνα τῆς ἐγκυμοσύνης τῆς Ἐλισάβετ, ὁ Θεὸς ἔστειλε τὸν ἄγγελο Γαβριὴλ στὴν πόλη τῆς Γαλιλαίας Ναζαρὲτ σὲ μιὰ παρθένο πού ἦταν ἀρραβωνιασμένη μὲ κάποιον πού τὸν ἔλεγαν Ἰωσήφ. Τὴν παρθένο τὴν ἔλεγαν Μαριάμ. Παρουσιάστηκε σ’ αὐτήν ὁ ἄγγελος καὶ τῆς εἶπε: “Χαῖρε ἐσύ προικισμένη μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, ὁ Κύριος εἶναι μαζί σου. Εὐλογημένη ἀπ’ τὸν Θεὸ εἶσαι ἐσύ, περισσότερο ἀπ’ ὅλες τὶς γυναῖκες”. Ἐκείνη μόλις τὸν εἶδε, ταράχτηκε μὲ τὰ λόγια του καὶ προσπαθοῦσε νὰ ἐξηγήσει τί σήμαινε ὁ χαιρετισμὸς αὐτός. Ὁ ἄγγελος τῆς εἶπε: “Μὴ φοβᾶσαι Μαριάμ, ὁ Θεὸς σοῦ ἔδωσε τὴ χάρη του, καὶ νὰ θὰ μείνεις ἔγκυος, θὰ γεννήσεις γιὸ καὶ θὰ τὸν ὀνομάσεις Ἰησοῦ. Αὐτός θὰ γίνει μέγας καὶ θὰ ὀνομαστεῖ Υἱὸς τοῦ Ὑψίστου. Σ’ αὐτόν θὰ δώσει ὁ Κύριος ὁ Θεὸς τὸν θρόνο τοῦ Δαβίδ, τοῦ προπάτορά του. Θὰ βασιλέψει γιὰ πάντα στοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἰακὼβ καὶ ἡ βασιλεία του δὲν θὰ ἔχει τέλος”. Ἡ Μαριὰμ τότε ρώτησε τὸν ἄγγελο- “Πῶς θὰ μο:[υ συμβεῖ αὐτό, ἀφοῦ δὲν ἔχω συζυγικὲς σχέσεις μὲ ἄνδρα;”. Καὶ ὁ ἄγγελος τῆς ἀπάντησε: “Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα θὰ ἔλθει ἐπάνω σου καὶ ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ θὰ σὲ καλύψει». Καὶ τότε αὐτή προβληματίζεται.

Μπῆκε μέσα της ὁ Κύριος ἄσαρκος καὶ κυοφορήθηκε ἐννέα μῆνες στὴ μήτρα τῆς Παρθένου. Μπῆκε ὅπως θέλησε, κυοφορήθηκε ὅπως εὐαρεστήθηκε. Γεννήθηκε ὅπως θέλησε. Εἰσῆλθε ἄσαρκος καὶ ἔγινε ἄνθρωπος χωρὶς νὰ ἀποχωριστεῖ ἀπὸ τὴ θεότητα σύμφωνα μὲ τὴ Θεία οἰκονομία. Δὲν μιλοῦμε γιὰ δύο γιούς, ἀλλά ἐννοοῦμε ἕναν καὶ μοναδικό, δηλαδὴ τὸν Λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό. Ἔγινε ἄνθρωπος καὶ ἦταν πραγματικά, ὄντας σύμφωνα μὲ τὴ φύση. Ἔγινε αὐτό τὸ ὅποιο δὲν ἦταν καὶ παρέμεινε αὐτό πού ἦταν. Γιατί «πρὶν ἀπ’ ὅλα ὑπῆρχε ὁ Λόγος, κι ὁ Λόγος ἦταν μὲ τὸν Θεὸ καὶ ἦταν Θεὸς ὁ Λόγος». Ἔγινε ἄνθρωπος χωρὶς νὰ χάσει αὐτό πού ἦταν. «Καὶ ἔστησε τὴ σκηνὴ του —δηλαδὴ ἔζησε— ἀνάμεσά μας». Τὸ «ἔστησε τὴ σκηνὴ του ἀνάμεσά μας» σημαίνει ὅτι συναναστράφηκε μαζί μας, ὅπως λέει ὁ ἅγιος Ἱερεμίας ἡ μᾶλλον ὁ Βαροὺχ ὁ συνεργὸς του: «Αὐτός εἶναι ὁ Θεός μας, κανεὶς ἄλλος δὲν μπορεῖ νὰ ἀναμετρηθεῖ μ’ αὐτόν. Αὐτός βρῆκε καὶ κατέχει ὅλη τὴν ὁδό τῆς σοφίας καὶ τὴν ἔδωσε αὐτήν στὸν Ἰακὼβ τὸν δοῦλο του καὶ στὸν Ἰσραὴλ τὸν ἀγαπημένο του. Ὕστερα ἀπ’ ὅλα αὐτά φανερώθηκε στὴ γῆ καὶ συναναστράφηκε μὲ τοὺς ἀνθρώπους».

Ἄκουσε λοιπὸν καὶ τὴ φωνὴ τοῦ Εὐαγγελίου, γιατί εἶναι πολὺ δυνατὰ τὰ λόγια τοῦ ἀγγέλου πού ἀπηύθυνε στὴν ἁγία Παρθένο. Λέει: «Νά, θὰ μείνεις ἔγκυος καὶ θὰ γεννήσεις γιὸ καὶ θὰ τὸν ὀνομάσεις Ἐμμανουήλ, πού σημαίνει: Ὁ Θεὸς εἶναι μαζί μας». Πρὶν συλληφθεῖ τὸ παιδὶ στὴ μήτρα, ὀνομάστηκε Θεὸς μὲ τὴν ὀνομασία «ὁ Θεὸς εἶναι μαζί μας». Συμφωνοῦν μὲ τὰ λόγια τοῦ προφήτη οἱ ἔκφρασεις· «Συναναστράφηκε μὲ τοὺς ἀνθρώπους» καὶ «Ἔστησε τὴ σκηνὴ του ἀνάμεσά μας». Πρὶν ἀπὸ τὴ σύλληψη τὸ παιδὶ ἔχει ὀνομασθεῖ Θεός. Πῶς λοιπὸν δὲν λέγεται Θεοτόκος ἡ ἁγία παρθένος Μαρία; Ἐπειδὴ βέβαια δὲν ἐξηγεῖται ἔξ ὁλοκλήρου μὲ ἀνθρωπινὰ κριτήρια αὐτό τὸ ὄνομα, ἀφοῦ τὸ παιδὶ πού γεννήθηκε ὡς Θεὸς δὲν κατέλυσε τὴ φυσικὴ παρθενία τῆς Παρθένου, ἀλλά αὐτό πού γεννήθηκε μ’ αὐτόν τὸν τρόπο ἀπὸ τὴ Θεοτόκο εἶναι καὶ Θεὸς καὶ ἄνθρωπος. Θεὸς κατὰ φύση, ἄνθρωπος ὅμως ἀπὸ δική του ἐκλογή. Ἔγινε ἄνθρωπος, εἶναι ὅμως καὶ Θεός, δηλαδὴ ἔχει ἑνωμένες τὶς δύο φύσεις. Ἀλλὰ ἴσως πεῖ ἕνας ἀντιρρησίας· «Ἂν ἡ Παρθένος εἶναι Θεοτόκος, τότε ὁ Θεὸς Λόγος ἀρχίζει νὰ ὑπάρχει ἀπὸ τὴν Παρθένο». Δὲν ἐννοῶ ὅτι ὁ Θεὸς ἀρχίζει τὴν ὕπαρξή του ἀπὸ τὴν ἁγία Παρθένο, Θεὸς φυλάξοι! αὐτός ὑπῆρχε πρὸ τῶν αἰώνων, αὐτός καὶ «τοὺς αἰῶνες δημιούργησε», αὐτός εἶναι ὁ δημιουργὸς ὅλης τῆς κτίσης, ὅπως λέει ὁ Εὐαγγελιστὴς: «Τὰ πάντα δι’ αὐτοῦ δημιουργήθηκαν κι ἀπ’ ὅσα ἔγιναν τίποτα χωρὶς αὐτόν δὲν ἔγινε».

Αὐτός διὰ τοῦ ὁποίου δημιουργήθηκε τὸ σύμπαν, ἐννέα μῆνες ἔμεινε στὴν κοιλιὰ χωρὶς νὰ ἀποξενωθεῖ ἀπὸ τὸν πατρικὸ κόλπο. Ἐνῶ βρισκόταν στὴ μήτρα τῆς παρθένου, ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν ἐπουρανίων
δυνάμεων δοξολογοῦνταν καὶ προσκυνοῦνταν. Ἐνῶ βρισκόταν στὴν κοιλιὰ τῆς Παρθένου, γέμιζε τὸν οὐρανό καὶ τὴ γῆ, αὐτός πού κρατᾶ τὸν οὐρανό καὶ τὴ γῆ ὄχι μὲ τὴ δύναμή του, ἀλλά μ’ ἕνα νεῦμα του. Αὐτός ἦταν μέσα στὴ μήτρα σὰν ἄνθρωπος, ἐνεργοῦσε ὅμως ὡς Θεός. Δὲν βρισκόταν μόνον μέσα στὴ μήτρα τῆς Παρθένου αὐτός πού γεννήθηκε ἀπὸ παρθένο, ἀλλά ἐξουσίαζε καὶ κυβερνοῦσε τὰ πάντα ὡς Θεὸς σύμφωνα μὲ τὴν ἐπίκληση τοῦ ὀνόματος «’Εμμανουήλ», «Ὁ Θεὸς εἶναι μαζί μας». Ἂν ὀνομάζεις μόνον παιδὶ αὐτό πού γεννήθηκε κι ὄχι Θεό, ἄκουσε τί βροντοφώνησε ὁ μεγάλος κήρυκας Ἠσαΐας, ὅταν ἀπευθυνόταν πρὸς τὴν ἀχάριστη συναγωγή, μᾶλλον καλύτερα πὲς ἀπόρριψη, τῶν Ἰουδαίων λέγοντας: «Αὐτά θὰ πραγματοποιηθοῦν, γιατί θὰ γεννηθεῖ γιὰ μᾶς ἕνα παιδί, θὰ δοθεῖ σὲ μᾶς ὁ γιὸς αὐτός, τοῦ ὁποίου ἡ ἀρχή καὶ ἡ ἐξουσία ὑπάρχει ἀπ’ ἀρχῆς ἐπάνω στοὺς ὤμους του καὶ θὰ καλεῖται τὸ ὄνομά του ἀγγελιοφόρος τῆς μεγάλης βουλῆς τοῦ Θεοῦ, θαυμαστὸς σύμβουλος, Θεὸς ἰσχυρός, ἐξουσιαστής, ἀρχηγός τῆς εἰρήνης, πατέρας τοῦ μέλλοντος αἰῶνος». Ἀμήν. Ἕνα παιδὶ πού γεννήθηκε φυσιολογικά, πότε ἔγινε Θεὸς ἐξουσιαστής, ὅπως ὀνομάστηκε αὐτό τὸ παιδὶ «Ὁ Θεὸς εἶναι μαζί μας»;


Ἂν ὅμως τὸ παιδὶ πού γεννήθηκε ἀπὸ τὴν Παρθένο εἶναι Θεὸς ἰσχυρός, ἐξουσιαστής, ἀρχηγός τῆς εἰρήνης καὶ πατέρας τοῦ μέλλοντος αἰῶνος, πῶς δὲν εἶναι Θεοτόκος ἡ Παρθένος ἀλλά εἶναι Θεοδὸχος, ἀφοῦ συνέλαβε καὶ γέννησε καὶ εἶναι Θεὸς αὐτός πού γεννήθηκε; Καὶ πάλι ἐπαναλαμβάνω γι’ αὐτόν ὅτι, ὅπως θέλησε μπῆκε στὴ μήτρα, ὅπως εὐδόκησε κυοφορήθηκε καὶ ὅπως θέλησε παρουσιάστηκε αὐτός πού γεννήθηκε. Γιατί ἐξετάζεις τὴ θέλησή του; Γιατί ἐξετάζεις λεπτομερειακὰ τὸ θέμα τῆς εὐδοκίας του; Γιατί προσπαθεῖς νὰ ἐξι- χνιάσεις τὴ βούλησή του; Ἄκουσε τὰ λόγια του Παύλου, μᾶλλον πληροφορήσου ἀπ’ αὐτόν «Ποιὸς τάχα μπορεῖ νὰ ἀντισταθεῖ στὸ θέλημά του;». Μάλιστα, ἄνθρωπέ μου, ποιὸς εἶσαι ἐσύ πού ἐρευνᾶς καὶ ἐξιχνιάζεις τὴ γέννησή του, ἐνῶ ὁ προφήτης λέει: «Ποιὸς θὰ τολμήσει νὰ διηγηθεῖ τὴ γενιά του;». Ὁ προφήτης ἀποφεύγει νὰ διηγηθεῖ τὴ γενιά του καὶ σὺ ἄνθρωπε περιεργάζεσαι τὴ φύση του καὶ πολυπραγμονεῖς; Ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς ὅταν διηγεῖται τὴν ἀνθρώπινη γέννησή του λέει: «Στὴν περιοχὴ ἐκείνη βρίσκονταν βοσκοί, πού ἔμεναν στὸ ὕπαιθρο καὶ φύλαγαν βάρδιες γιὰ τὸ κοπάδι τους. Σ’ αὐτούς παρουσιάστηκε ἕνας ἄγγελος Κυρίου καὶ θεϊκὴ λαμπρότητα τοὺς περιέβαλε μὲ τὴ λάμψη της καὶ κατατρόμαξαν. Ὁ ἄγγελος τοὺς εἶπε: Μὴ τρομάζετε, νά, σᾶς φέρνω χαρμόσυνο ἄγγελμα, πού θὰ γεμίσει μὲ χαρὰ μεγάλη ὅλον τὸν κόσμο. Γιατί σήμερα στὴν πόλη τοῦ Δαβὶδ γεννήθηκε γιὰ χάρη σας Σωτήρας, αὐτός εἶναι ὁ Χριστός, ὁ Κύριος». Ὁ ἄγγελος, πού ἔφερε τὸ χαρούμενο μήνυμα στοὺς ποιμένες, ὀνόμασε Χριστὸ καὶ Κύριο αὐτόν πού γεννήθηκε ἀπὸ τὴν Παρθένο.

Ἂν λοιπὸν αὐτός πού γεννήθηκε εἶναι ὁ Κύριος, πῶς ἡ Παρθένος δὲν πρέπει νὰ ὀνομάζεται Κυριοτόκος; Ἐγώ ἰσχυρίζομαι ὅτι ἡ ἁγία Παρθένος σύμφωνα μὲ τὸ χαρούμενο μήνυμα τοῦ ἀγγέλου πρὸς τοὺς ποιμένες καὶ τὴν Παρθένο, πρέπει νὰ ὀνομάζεται Χριστοτόκος καὶ Κυριοτόκος καὶ Σωτηριοτόκος καὶ Θεοτόκος. Ἂν οἱ ἴδιοι οἱ ἄγγελοι τὸν ὀνομάζουν Σωτήρα, Χριστό, Κύριο καὶ Θεό, ἐμεῖς γιατί δὲν δεχόμαστε τὴ μαρτυρία τους αὐτή; Εἰσῆλθε στὴν Παρθένο ἄσαρκος, κυοφορήθηκε σωματικὰ καὶ ὅπως ἐκεῖνος ἔκρινε σωστό. Ἐξῆλθε μὲ φυσικὸ τρόπο, ὅπως ὅλοι, ἀπὸ τὴ μητέρα τοῦ σύμφωνα μὲ τὸ θεϊκὸ σχέδιο, καὶ δὲν ἑνώθηκε βέβαια ὁ Θεὸς Λόγος μετὰ τὴ γέννησή του κατὰ τὸ θεϊκὸ σχέδιο. Γεννήθηκε χωρὶς νὰ ἀλλοιωθεῖ ἡ φύση του, ἀφοῦ ἔγινε αὐτό πού δὲν ἦταν, ἐνῶ συγχρόνως παρέμεινε αὐτό πού ἦταν. Χωρὶς νὰ ἀλλοιωθεῖ ἡ οὐσία του, ἀπαρνήθηκε τὴ θεϊκή του δόξα, δηλαδὴ ὅπως τὸ θέλησε ὁ ἴδιος. Πῆρε μορφὴ δούλου χωρὶς νὰ ἀναγκασθεῖ ἀπὸ κάποιον ἄλλο, δὲν ἔχασε τὴ θεότητά του, ὅπως λέγει ὁ μακάριος Παῦλος: «Ὁ Ὁποῖος, ἂν καὶ ἦταν Θεός, δὲν θεώρησε τὴν ἰσότητά του μὲ τὸν Θεὸ ἀποτέλεσμα ἁρπαγῆς, ἀλλά τὰ ἀπαρνήθηκε ὅλα καὶ πῆρε μορφὴ δούλου». Ἄδειασε τὸν Ἑαυτό του κι ἔγινε αὐτό πού δὲν ἦταν, καὶ τὸ ἐπαναλαμβάνω, ἔμεινε αὐτός πού ἦταν, γιατί ἦταν αὐτός ὁ Λόγος Θεός. Γεννήθηκε παιδάκι, ἀλλά δοξάζεται σὰν Υἱὸς Θεοῦ. Εἰσῆλθε ἀσώματος, ἀπέκτησε σῶμα, ὅπως τὸ θέλησε ὁ ἴδιος, καὶ ἔτσι ἡ ζωὴ νίκησε τὸν θάνατο.

Νά λές λοιπόν, χριστιανέ μου, Θεοτόκο τήν Παρθένο καί νά μήν τὴν λὲς Θεοδόχο, ἤ μᾶλλον νὰ τὴν λὲς Θεοδόχο καὶ Θεοτόκο. Ἂν εἶναι Θεοδόχος, εἶναι καὶ Θεοτόκος, γιατί δὲν ἔλαβε ὁ Θεὸς Λόγος ἀπ’ αὐτήν σάρκα; Ἀλλὰ σ’ αὐτό τὸ χωρίο μὲ ἐξαναγκάζει ὁ Εὐαγγελιστὴς νὰ τὸ παραδεχτῶ, ὅταν μ’ ὅλη του τὴ δύναμη διακηρύττει: «Ὁ Λόγος ἔγινε ἄνθρωπος». Ὁ ἄλλος Εὐαγγελιστὴς σημειώνει: «Ρώτησε ὁ Ἰησοῦς τοὺς μαθητὲς του: Ποιὸς λένε οἱ ἄνθρωποι πώς εἶναι ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου;”. Ἀπάντησαν οἱ Ἀπόστολοι λέγοντας: “Ἄλλοι λένε πώς εἶναι ὁ Ἠλίας, ἄλλοι ὁ Ἱερεμίας ἤ ἕνας ἀπό τούς προφῆτες”. Εἶπε ὁ Ἰησοῦς: “Κι ἐσεῖς ποιὸς λέτε πώς εἶμαι;”. Ἀπάντησε ὁ Πέτρος καὶ εἶπε: “Σὺ εἶσαι ὁ Χριστός, ὁ Υἱὸς τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ”». Δὲν εἶπε: «Σὺ εἶσαι αὐτός πού ἔγινε Υἱὸς Θεοῦ μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ», ἀλλά εἶπε: «Σὺ εἶσαι ὁ Χριστός», μὲ ξεκάθαρη φωνή, «ὁ Υἱὸς τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ». Καὶ ὁ εὐαγγελιστὴς Μάρκος πάλι τὴν ἴδια διατύπωση χρησιμοποιεῖ, ἀφοῦ μιλᾶ παρόμοια μὲ τὸν μακάριο Πέτρο: «Αὐτή εἶναι ἡ ἀρχή τοῦ χαρμόσυνου μηνύματος γιὰ τὸν Ἰησοῦ Χριστό, τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ». Στὸ κατὰ Ματθαῖο Εὐαγγέλιο, στὴν ἀνάσταση τοῦ Σωτήρα μας Ἰησοῦ Χριστοῦ ἀναφέρεται: «Ὁ Ρωμαῖος ἑκατόνταρχος καὶ οἱ στρατιῶτες πού φύλαγαν μαζί του τὸν Ἰησοῦ, ὅταν εἶδαν τὸν σεισμὸ καὶ τ’ ἄλλα συμβάντα, φοβήθηκαν πάρα πολὺ καὶ εἶπαν: “Στ’ ἀλήθεια αὐτός ἦταν Υἱὸς Θεοῦ”». Ὁ ἄγγελος εἶπε στοὺς βοσκοὺς: «Μὴ τρομάζετε, σᾶς φέρνω χαρμόσυνο ἄγγελμα, πού θὰ γεμίσει μὲ χαρὰ μεγάλη ὅλον τὸν κόσμο, γιατί σήμερα στὴν πόλη τοῦ Δαβὶδ γεννήθηκε γιὰ χάρη σας σωτήρας, κι αὐτός εἶναι ὁ Χριστός, ὁ Κύριος».

Ἂν λοιπὸν τὸ παιδὶ πού γεννήθηκε ὀνομάζεται Κύριος, καὶ ἡ Παρθένος πρέπει νὰ λέγεται Κυριοτόκος. Ὅπου βέβαια λέμε Κύριος, ἐκεῖ ἐννοοῦμε καὶ Θεός, γιατί δὲν ξεχωρίζεται τὸ Κύριος ἀπὸ τὸ Θεὸς ἤ τὸ Θεὸς ἀπὸ τὸ Κύριος, ὅπως λέει ἡ Παλαιὰ Διαθήκη: «Καὶ ἔβρεξε φωτιὰ ὁ Κύριος ἀπὸ τὸν Κύριο», καὶ ἀλλοῦ: «Νὰ ἀγαπήσεις Κύριο τὸν Θεό σου», καὶ ἀλλοῦ: «Ἄκουσε λαὲ τοῦ Ἰσραήλ, Κύριος ὁ Θεός σου εἶναι ἕνας καὶ μοναδικὸς Κύριος», καὶ πάλι ὁ ψαλμωδὸς προσθέτει: «Κύριε καὶ Θεὲ τῶν οὐρανίων καὶ ἐπιγείων δυνάμεων, ἄκουσε μὲ εὐμένεια τὴν προσευχή μου», καὶ πάλι: «Ὁ Θεὸς καὶ Κύριός μας ἐφώτισε μὲ τὸ φῶς τῆς Θείας του παρουσίας», καὶ ἐπαναλαμβάνει: «Κύριε καὶ Θεὲ τῶν οὐράνιων ἀγγελικῶν δυνάμεων, ποιὸς εἶναι δυνατὸν νὰ συγκριθεῖ μὲ σένα;». Ἐπίσης ὁ Παῦλος στὴν ἐπιστολή του πρὸς τὸν Τίτο γράφει τὰ ἑξῆς: «Γιατί ὁ Θεὸς φανέρωσε τὴ χάρη του, γιὰ νὰ σώσει ὅλους τούς ἄνθρωπους. Αὐτή μᾶς καθοδηγεῖ νὰ ἀρνηθοῦμε τὴν ἀσέβεια καὶ τὶς ἁμαρτωλὲς ἐπιθυμίες καὶ νὰ ζήσουμε μὲ σωφροσύνη, μὲ δικαιοσύνη καὶ μὲ εὐσέβεια στὸν παρόντα αἰώνα, περιμένοντας τὴ μακαριότητα πού ἐλπίζουμε, δηλαδὴ τὴν ἐμφάνιση τῆς δόξας τοῦ μεγάλου Θεοῦ καὶ Σωτήρα μας, τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ».

Αὖτος πού γεννήθηκε ἀπὸ τὴν ἁγία Παρθένο, αὐτός εἶναι ὁ Χριστός, ὁ Κύριός μας. Αὐτόν τὸν Χριστὸ καὶ Κύριο ὁ μακάριος Παῦλος τὸν ὀνομάζει μέγα Θεό, ὅταν λέει: «Τοῦ μεγάλου Θεοῦ καὶ Σωτήρα μας Ἰησοῦ Χριστοῦ». Πάλι ὁ Παῦλος γράφει στὴν πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολὴ του: «Φθάνω στὸ σημεῖο νὰ εὔχομαι νὰ χωριζόμουν ἐγώ ἀπὸ τὸν Χριστό, ἀρκεῖ νὰ πήγαιναν κοντὰ του οἱ ὁμοεθνεῖς ἀδελφοί μου. Εἶναι οἱ ἀπόγονοι τοῦ Ἰσραήλ, πού ὁ Θεὸς τοὺς ἔκανε παιδιά του, τοὺς φανέρωσε τὴ δόξα του, ἀνανέωσε ἐπανειλημμένα τὴ διαθήκη του μ’ αὐτούς, τοὺς ἔδωσε τὸν νόμο, τὴ λατρεία καὶ τὶς ὑποσχέσεις του. Εἶναι ἀπόγονοι τῶν πατριαρχῶν κι ἀπὸ αὐτούς κατάγεται ὡς ἄνθρωπος ὁ Χριστός, ὁ Θεός, πού ἐξουσιάζει τὰ πάντα». Καὶ πάλι ὁ ἴδιος Παῦλος γράφει: «Κανένας ἀπ’ ὅσους ἐπιδίδονται στὴν ἀκολασία, στὴν ἀνηθικότητα, στὴν πλεονεξία —πού εἶναι οὐσιαστικὰ λατρεία τῶν εἰδώλων— δὲν θὰ ἔχει μερίδιο στὴ Βασιλεία τοῦ Χριστοῦ καὶ Θεοῦ».

Ὥστε ἔχει ἀποδειχθεῖ πώς ὁ Κύριος εἶναι Θεὸς καὶ ὁ Θεὸς ὅτι εἶναι ὁ Κύριος. Ἂν ὅμως κι αὐτά δὲν τὰ παραδέχεσαι, ἂς σὲ πείσουν οἱ δαίμονες μ’ αὐτά πού φώναζαν στὴ χώρα τῶν Γεργεσηνῶν:«Ἐ, τί δουλειὰ ἔχεις ἐσύ μέ μᾶς, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἦλθες ἐδῶ πρὶν τὴν ὥρα μας γιὰ νὰ μᾶς βασανίσεις;». Ἂς σὲ πείσουν οἱ δαίμονες. Ἂν ἀπορρίπτεις τὴ μαρτυρία τοῦ Πέτρου καὶ ἀποστρέφεσαι τὴ φωνὴ τοῦ Εὐαγγελίου, σεβάσου αὐτά πού γράφει ὁ Μάρκος. Νὰ φοβηθεῖς τὰ λόγια του ἀγγέλου: «Αὐτός, πού γεννήθηκε ἀπὸ τὴν Παρθένο, εἶναι Σωτήρας, Χριστὸς καὶ Κύριος». Παρόλα αὐτά ἀπιστεῖς; Χαλιναγώγησε τὴν ὁρμή τῆς βλασφημίας σου καὶ παραδέξου αὐτό πού λέει ὁ ἄγγελος στὸ Εὐαγγέλιο, «Ἐμμανουήλ», δηλαδὴ «Ὁ Θεὸς εἶναι μαζί μας». Πρὶν ἀπὸ τὴ σύλληψή του ὀνομάζεται Θεός· καὶ ὅταν συλλαμβάνεται αὐτός στὴν κοιλιὰ τῆς Παρθένου κατὰ Θεία οἰκονομία μὲ ὑπερφυσικὸ τρόπο, ἀρνεῖσαι ὅτι εἶναι αὐτός Θεός; Ἂν ὅμως παραδέχεσαι ὅτι εἶναι Θεὸς αὐτός πού βρίσκεται στὴν κοιλιὰ τῆς Παρθένου, ὁ Ὁποῖος πρὰγματι εἶναι, καὶ ὅτι ἑνώθηκε αὐτός ὁ Θεὸς Λόγος μὲ τὴ σάρκα σύμφωνα μὲ τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ, γιατί ἀποφεύγεις τὴν Παρθένο νὰ τὴν ὀνομάσεις Θεοτόκο; Ἂν δὲν εἶναι Θεοτόκος, οὔτε Παρθένος εἶναι μετὰ τὴ γέννα της. Ἐγώ ὅμως ἰσχυρίζομαι ὅτι εὑρισκόμενος μὲ τὴ σύλληψη στὴν παρθενικὴ μήτρα, καθόταν στὴν πραγματικότητα στοὺς κόλπους τοῦ Πατέρα χωρὶς νὰ εἶναι δυνατὸ νὰ περιγραφεῖ. Εἶναι ἁπλή βέβαια κι ὄχι πολύπλοκη ἡ Θεία φύση, ἀλλά δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ περιγραφεῖ. Εἶναι ἀμετάβλητη αὐτή ἡ φύση καὶ ἀναλλοίωτη ἡ οὐσία της. Αὐτόν πού βρίσκεται στοὺς κόλπους τοῦ Πατέρα, αὐτόν γέννησε τώρα ἡ Παρθένος, σύμφωνα μὲ τὸ σχέδιο τῆς Θείας οἰκονομίας. Ὅπως θέλησε εἰσῆλθε, ὅπως εὐδόκησε συνελήφθη στὴν κοιλιὰ τῆς Παρθένου καὶ ὅπως θέλησε γεννήθηκε.

Ἐσύ, ἄνθρωπέ μου, γιατί περιεργάζεσαι τὴ γέννησή του; Ἤ νὰ τόν φοβᾶσαι ὡς Θεὸ ἤ νὰ τὸν σέβεσαι ὡς Δεσπότη ἤ νὰ τὸν λατρεύεις ὡς Κτίστη καὶ Δημιουργὸ ἤ νὰ τὸν τρέμεις ὡς Κύριο ἤ νὰ φρίττεις ἐνώπιόν του ὡς σέ Κριτή. Θὰ σὲ κάνουν νὰ συνέλθεις οἱ δαίμονες, πού ἐδίωξαν τοὺς χοίρους καὶ ἔπνιξαν τὸ κοπάδι στὸν βυθὸ τῆς λίμνης. Ἐκεῖνοι, ἐπειδὴ κατάλαβαν ὅτι ἦταν ὁ Δεσπότης, λένε: «Τί δουλειὰ ἔχεις ἐσύ μὲ μᾶς Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἦλθες πρὶν τὴν ὥρα μας γιὰ νὰ μᾶς βασανίσεις;». Ἐκεῖνοι ἀποφεύγουν τὸν κίνδυνο καὶ τὴν ἀπειλή τοῦ βασανισμοῦ, ἐνῶ ἐσύ ἐπισύρεις κατὰ τοῦ ἑαυτοῦ σου τὴν καταδίκη σὲ βασανισμό. Ἐκεῖνοι κατάλαβαν ὅτι αὐτός πού γεννήθηκε ἀπὸ τὴ Μαρία εἶναι ὁ Κύριος, ὁ Κριτὴς τοῦ σύμπαντος, καὶ ἐνῶ τὸν εἶδαν πρὶν ἀπὸ τὴν κρίση τὸν φοβήθηκαν, καὶ σὺ, ἐνῶ ἔχεις μπροστὰ αὐτήν τὴ μέλλουσα κρίση, τὴν καταφρονεῖς καὶ δὲν σαστίζεις; Καὶ τὰ ἐπαναλαμβάνω αὐτά καὶ δὲν θὰ σταματήσω νὰ τὰ ἐπαναλαμβάνω, διασαφηνίζοντας σὲ σᾶς τὸ θέμα τοῦ λόγου μου γιὰ νὰ εἶναι ξεκάθαρο, ὥστε μὲ ἀσφαλή γνώση νὰ ἔχετε ἀσάλευτη πίστη καὶ τὸ θεμέλιο τῆς πίστης, πού εἶναι ἡ ὁμολογία, νὰ τὸ κατέχετε σταθερά.

Πάλι θὰ ἀσχοληθοῦμε μὲ τὸ θέμα μας, ἀποδεικνύοντας τὸν σωστὸ καὶ σταθερὸ δρόμο τῆς πίστης μας. Γιατί γιὰ μένα τὸ νὰ μιλῶ «δὲν εἶναι κόπος, ἐνῶ γιὰ σᾶς εἶναι ἀσφάλεια». Αὐτός ὁ Θεὸς μπῆκε ὅπως θέλησε Ἐκεῖνος στὴν Παρθένο διὰ τῆς ἀκοῆς της, ὅπως εὐδόκησε κυοφορήθηκε, γεννήθηκε ὅπως θέλησε Ἐκεῖνος, εἰσῆλθε ἀσώματος ὅπως τὸ θέλησε, κυοφορήθηκε ὁ ἄχωρητος σ’ ἕνα σκεῦος μὲ περιορισμένη χωρητικότητα,
δηλαδὴ στὴ μήτρα τῆς Παρθένου, σύμφωνα μὲ τὴ Θεία οἰκονομία, ὅπως εὐδόκησε ὁ ἴδιος. Γεννήθηκε ὅπως τὸ θέλησε Θεὸς καὶ ἄνθρωπος συγχρόνως. Ἔγινε αὐτό πού δὲν ἦταν προηγουμένως, ἔχοντας τὴν ἀναλλοίωτη οὐσία αὐτοῦ πού ἦταν προηγουμένως. «Ἦταν βέβαια Θεὸς ὁ Λόγος καὶ ὁ Λόγος ἦταν μὲ τὸν Θεό», παρόλο πού ὁ Ἀπόστολος εἶπε: «Ὁ Θεὸς ἀπέστειλε τὸν Υἱό του, πού γεννήθηκε ἀπὸ μιὰ γυναίκα». Αὐτόν τὸν Υἱὸ ἔστειλε ὁ Θεὸς πού γεννιέται ἀπὸ γυναίκα, αὐτόν πού γεννήθηκε ἀπὸ ἀμόλυντη φύση, αὐτόν πού προῆλθε ἀπὸ ἄφραστη οὐσία, αὐτόν πού δὲν ἀποξενώθηκε ἀπό τούς πατρικοὺς κόλπους, αὐτόν πού δὲν ἐγκατέλειψε τὸν βασιλικὸ θρόνο, ἀλλά πού κυρίως αὐτός εἶναι ὁμόθρονος μὲ τὸν Πατέρα, ἀφοῦ μοιράζεται τὸν ἴδιο θρόνο, ὄχι βέβαια ἐξαιτίας τῆς Θείας χάρης, ἀλλά ἐξαιτίας τῆς θεϊκῆς του φύσης καὶ τῆς πατρικῆς οὐσίας. Γιατί πές μου, πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ εἶναι χωρισμένοι, ἀφοῦ ὁ ἴδιος λέγει: «Ἔγω εἶμαι ἀχώριστος ἀπὸ τὸν Πατέρα, κι ὁ Πατέρας ἀπὸ μένα», καὶ ἀλλοῦ: «Καὶ ὁ Πατέρας μένοντας ἑνωμένος μὲ μένα, πραγματοποιεῖ τὰ ἔργα του»; Αὐτόν πού γεννήθηκε ἀπὸ τὴν ἁγία Παρθένο, αὐτόν πρὶν γεννηθεῖ ὁ ἄγγελος τὸν ὀνόμασε Ἐμμανουήλ, δηλαδὴ, «Ὁ Θεὸς εἶναι μαζί μας». Αὐτόν ἀνέφερε ὁ προφήτης Ἠσαΐας, τὸ παιδὶ αὐτό πού θὰ προέλθει ἀπὸ τὴν Παρθένο, «θὰ εἶναι Θεὸς ἰσχυρός, ἐξουσιαστῆς, ἀρχηγός τῆς εἰρήνης, πατέρας τοῦ μελλοντικοῦ αἰώνα».


Ποιὸ παιδὶ πού γεννήθηκε μὲ φυσικὸ τρόπο ἔγινε Θεὸς ἰσχυρός, ἐξουσιαστής; Ποιὸ παιδὶ πού γεννήθηκε προσείλκυσε ἀστέρι πού ἔδειχνε πού βρισκόταν τὸ βρέφος, μᾶλλον τοῦ Δεσπότη τὸ στενὸ κατάλυμμα; Ποιὸ παιδὶ προσκάλεσε Μάγους ἀπὸ τὴν ἀνατολὴ νὰ τὸ προσκυνήσουν; Σὲ ποιὸ παιδί, πού γεννήθηκε μὲ φυσικὸ τρόπο, πρόσφεραν ἄλλοτε, δῶρα οἱ Μάγοι; Ἂς ἐξετάσουμε τὰ δῶρα, ἂν προσφέρθηκαν σὲ ἀδύναμο ἄνθρωπο κι ὄχι σὲ Θεό, πού εἶναι βασιλιὰς καὶ ἄνθρωπος. Χρυσὸ ὡς βασιλιά, λιβάνι ὡς Θεὸ καὶ σμύρνα ὡς ἄνθρωπο, πού πρόκειται νὰ ἐνταφιαστεῖ. Χρυσάφι ὡς βασιλιὰ: «Θεέ μου, δῶσε στὸν βασιλιὰ καὶ στὸν γιὸ τοῦ βασιλιᾶ τὴ σύνεση καὶ τὴ σοφία». Αὐτήν τὴν προσφώνηση ἔκανε ὁ Δαβίδ. Ὕστερα ἀπ’ αὐτά ὁ ἄγγελος στὸν χαιρετισμὸ τῆς Μαρίας εἶπε: «Σ’ αὐτόν θὰ δώσει ὁ Κύριος ὁ Θεὸς τὸν θρόνο τοῦ Δαβίδ, τοῦ προπάτορά του. θὰ βασιλέψει γιὰ πάντα στοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἰακὼβ καὶ ἡ βασιλεία του δὲν θὰ ἔχει τέλος».

Σ’ Αὐτόν ἀνήκει ἡ δόξα καὶ ἡ δύναμη στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Πηγή: www.imaik.gr